Α.Ε.Π., Ε.Κ.Τ.,Δ.Ν.Τ και λοιπά γνωστά-άγνωστα


Επιγραμματικές σημειώσεις από εισηγήσεις σε διάφορα σεμινάρια του συναδέλφου Ιωσήφ Μιχαηλίδη



Α.Ε.Π. (Ακαθάριστο Εθνικό Προιόν)
Η συνολική αξία σε χρηματικές μονάδες (ευρώ) όλων των ΤΕΛΙΚΩΝ προιόντων και υπηρεσιών που παράγει μία οικονομία σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα

 Μέθοδοι αποτίμησης Α.Ε.Π.:


1)    Μέθοδος της τελικής δαπάνης
     Το ΑΕΠ είναι ίσο με την Ιδιωτική Κατανάλωση + τις Ακαθάριστες Επενδύσεις Παγίου Κεφαλαίου + τις Δημόσιες Δαπάνες + τις Εξαγωγές μείον Εξαγωγές (Εμπορικό Ισοζύγιο)
 
 2)     Εισοδηματική Μέθοδος
Το ΑΕΠ είναι ίσο με το Αγροτικό Εισόδημα + τους Μισθούς & Συντάξεις + τις Προσόδους Περιουσίας & Επιχειρηματικής Δράσης Ιδιωτών & Δημοσίου + την Αποταμίευση δημοσίων & ιδιωτικών Α.Ε., συνεταιρισμών κ.λπ. + τους Άμεσους φόρους επί των Α.Ε. – τους Τόκους του Δημοσίου Χρέους. 




ΔΗΜΟΣΙΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ:
Ο καθαρός δανεισμός της γενικής κυβέρνησης (κεντρική διοίκηση, ΟΤΑ, οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης), δανεισμός που είναι απαραίτητος για την πραγματοποίηση της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής.

ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ:
Το σύνολο των υποχρεώσεων της κεντρικής κυβέρνησης στις οποίες περιλαμβάνονται καταθέσεις ,ομολογίες, βραχυπρόθεσμοι τίτλοι δανεισμού καθώς και λοιπά βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και  μακροπρόθεσμα δάνεια

Ε.Κ.Τ. (Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα)
Ασκεί την ενιαία νομισματική πολιτική της Ε.Ε. χωρίς να δέχεται εντολές από τα κράτη-μέλη.

Ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1998 και εδρεύει στην Φρανκφούρτη.

ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ:
Η ποσοστιαία αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών μίας οικονομίας μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

ΤΙΜΑΡΙΘΜΟΣ:
Δείκτης για τη μέτρηση του κόστους της διαβίωσης, που βασίζεται στις μεταβολές των τιμών των αγαθών ανάμεσα σε δύο χρονικές περιόδους




Ασφαλιστικά συστήματα

1. Αναδιανεμητικό σύστημα ή σύστημα καθορισμένης παροχής: είναι το συνταξιοδοτικό σύστημα που έχει σχεδιαστεί ώστε να ξαναμοιράσει τους πόρους του σύμφωνα με κάποιες αρχές κοινωνικής δικαιοσύνης ή σκοπιμότητας. Οι παροχές του δεν είναι ανάλογες με τις εισφορές των ασφαλισμένων και κατά κανόνα μεταφέρει πόρους από τους πιο εύπορους στους λιγότερο εύπορους. Τα συστήματα υποχρεωτικής κύριας ασφάλισης που έχουν την εγγύηση του κράτους είναι συνήθως
αναδιανεμητικά. Εξαρχής σχεδιάζονται για να εξασφαλίσουν μια ελάχιστη σύνταξη σε όλους, ανεξαρτήτως των εισφορών που έχουν καταβάλει, συχνά ακόμη και σε όσους δεν έχουν πληρώσει εισφορές. Επιπλέον, προβλέπουν ότι, ανεξαρτήτως του ύψους των εισφορών, υπάρχει ανώτατο όριο στη σύνταξη. Το ύψος της καταβαλλόμενης σύνταξης εκφράζεται ως ποσοστό του μισθού. Τα περισσότερα συστήματα μεταξύ της ανώτερης και της κατώτερης σύνταξης αναγνωρίζουν κάποια ανταποδοτικότητα, αλλά παραμένουν στη φιλοσοφία τους αναδιανεμητικά.


2. Ανταποδοτικό σύστημα ή σύστημα καθορισμένης εισφοράς: είναι το συνταξιοδοτικό σύστημα που επιστρέφει στον ασφαλισμένο σύνταξη ανάλογη με τις εισφορές του, συν ό,τι έχει κερδηθεί από τη διαχείριση που τους έγινε, μείον την αναλογία του στις δαπάνες λειτουργίας του συστήματος. Αν κάποιος έχει εισφέρει πολλά, θα έχει ανάλογα υψηλή σύνταξη. Η ιδιωτική ασφάλιση είναι πάντοτε ανταποδοτική.

 Αναλογική σύνταξη: το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών για τα έτη ασφάλισης (από 1.1.2011 και εφεξής) κάθε ασφαλισμένου που θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2015 σε φορείς κύριας ασφάλισης ή στο Δημόσιο. Το αναλογικό ποσό σύνταξης βαρύνει τους προϋπολογισμούς των ασφαλιστικών οργανισμών κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο
για τους ασφαλισμένους του Δημοσίου.


Βασική σύνταξη: το ποσό της σύνταξης που δεν αναλογεί σε ασφαλιστικές εισφορές και χορηγείται, μετά την 1.1.2015, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο Ν.3863/2010.


Ποσοστό αναπλήρωσης: γενικά ο όρος αυτός αναφέρεται σε ένα δείκτη που απεικονίζει το επίπεδο του συνταξιοδοτικού εισοδήματος μετά τη συνταξιοδότηση ως ποσοστό των ατομικών α ποδοχών τη στιγμή της συνταξιοδότησης ή των μέσων αποδοχών. Τα ποσοστά αναπλήρωσης μετρούν το βαθμό στον οποίο τα συνταξιοδοτικά συστήματα επιτρέπουν στον τυπικό εργαζόμενο να  διατηρήσει το προηγούμενο βιοτικό του επίπεδο κατά τη μετάβασή του από την απασχόληση στη συνταξιοδότηση.

Δημόσια αγαθά: είναι τα αγαθά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από πολλά άτομα ταυτόχρονα χωρίς να μπορεί ο παραγωγός του προϊόντος να αποκλείσει όποιον δεν καταβάλει το αντίτιμο(π.χ. δημόσιο πάρκο). Την παραγωγή τους την αναλαμβάνει το κράτος.


Δημόσιο έλλειμμα: έχουμε όταν οι δημόσιες δαπάνες υπερβαίνουν τα δημόσια έσοδα. Μετράται συνήθως ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Δημόσιο χρέος: είναι το σύνολο των οφειλών του κράτους προς τους δανειστές του (άτομα ή
επιχειρήσεις από το εσωτερικό ή το εξωτερικό της χώρας) και επηρεάζεται από τη συσσώρευση ελλειμμάτων του παρελθόντος (επομένως διαδοχικοί ελλειμματικοί κρατικοί προϋπολογισμοί διογκώνουν το χρέος μιας χώρας). Μετράται συνήθως ως ποσοστό του ΑΕΠ.


Δημοσιονομική πολιτική: ασκείται από το κράτος με στόχο τη μεταβολή της συνολικής ζήτησης στην οικονομία. Μέσα της πολιτικής αυτής αποτελούν οι δημόσιες δαπάνες, οι φόροι και οι μεταβιβαστικές πληρωμές.



Κοινωνικό ντάμπινγκ: ο όρος «κοινωνικό ντάμπινγκ» (social dumping) αναφέρεται στη στρέβλωση του ανταγωνισμού και των κανόνων της αγοράς που προκαλείται από την απόκτηση συγκριτικού πλεονεκτήματος από τη μείωση του εργατικού κόστους μέσω περικοπών των κοινωνικών δικαιωμάτων. Περιγράφει κατά κανόνα την ελευθερία εγκατάστασης μιας επιχείρησης σε άλλη χώρα μέλος με τη διατήρηση των εργασιακών προδιαγραφών της χώρας προέλευσης, αυξάνοντας έτσι τα κέρδη της επιχείρησης αλλά και προκαλώντας καθήλωση των πραγματικών μισθών, μεγάλες εισοδηματικές ανισότητες και αύξηση της ανεργίας ή δημιουργία θέσεων εργασίας με εξαιρετικά χαμηλές αμοιβές. Συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τη διαβόητη οδηγία Bolkenstein, που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε με τροποποιήσεις στις 12 Δεκεμβρίου 2006, με εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Οδηγία 2006/123/ΕΚ, «Σχετικά με τις Υπηρεσίες στην Εσωτερική Αγορά»).



Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης: από την πρώτη στιγμή της σύστασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν εμφανείς οι ανισότητες στην ανάπτυξη και την κατανομή του πλούτου τόσο ανάμεσα στις περιφέρειες μιας χώρας όσο και ανάμεσα στις ίδιες τις χώρες. Έτσι, καθώς σταδιακά αναγνωρίζεται το πρόβλημα της ανισοβαρούς χρηματοδότησης, της ανισότητας στην ποιότητα ζωής και ανάπτυξης πολλών περιφερειών, υπογράφεται το 1986 η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, στο πλαίσιο της οποίας περιλαμβάνεται ένας νέος όρος που αποτελεί ταυτόχρονα και στόχο: η οικονομική και κοινωνική συνοχή.
Τα κύρια εργαλεία με τα οποία επιδιώχθηκε να υλοποιηθεί η νέα διαρθρωτική πολιτική ήταν τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (ΚΠΣ) και οι «Κοινοτικές Πρωτοβουλίες». Ειδικά τα ΚΠΣ αποτελούν κατ’ ουσία μεσοχρόνια αναπτυξιακά προγράμματα για τις υποστηριζόμενες εθνικές οικονομίες, στη βάση συμφωνημένων προτεραιοτήτων. Η νέα διαρθρωτική πολιτική συνδέθηκε με αυξημένες μεταφορές πόρων από τα πλουσιότερα προς τα φτωχότερα μέλη, φιλοδοξώντας να επηρεάσει το βαθμό μεγέθυνσης των περιοχών με μεγάλη αναπτυξιακή υστέρηση και με τον τρόπο αυτό να συμβάλει στην επίτευξη του στόχου της «κοινωνικής και οικονομικής συνοχής» στην Κοινότητα/Ένωση (βλ.Μαραβέγιας και Τσινισιζέλης, 1995).

Κόστος ευκαιρίας (ενός αγαθού): είναι η θυσία κάποιων αγαθών που υφίσταται μια οικονομία προκειμένου να παραχθεί επιπλέον ποσότητα από το συγκεκριμένο αγαθό. Γενικότερα, είναι η θυσία που θα υποστεί ένα άτομο για κάποια αγαθά λόγω επιλογής του στο να αφιερώσει χρόνο ή εισόδημα σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα.


Κρατικό ομόλογο: εκδίδεται από το κράτος και αποτελεί δανεισμό αυτού προς ιδιώτες και τράπεζες με επιτόκιο συνήθως ελκυστικότερο από αυτό των καταθέσεων· θεωρείται τίτλος με μικρό ρίσκο (εκτός αν το κράτος χρεοκοπήσει).


Μικροοικονομία: είναι ο κλάδος της Οικονομικής Επιστήμης ο οποίος ασχολείται με τη συμπε-
ριφορά μεμονωμένων οικονομικών μονάδων, όπως ο καταναλωτής και η επιχείρηση, καθώς και με
τον προσδιορισμό των τιμών στις αγορές των διαφόρων προϊόντων.

Μονοπωλιακός ανταγωνισμός: είναι η μορφή αγοράς στην οποία υπάρχει μεγάλος αριθμός
επιχειρήσεων και το προϊόν κάθε επιχείρησης είναι σχετικά διαφοροποιημένο από αυτό των άλλων
επιχειρήσεων του κλάδου (π.χ. καταστήματα λιανικής πώλησης).

 Μονοπώλιο: όταν το προϊόν παράγεται από μία μόνο επιχείρηση και δεν έχει υποκατάστατα προϊόντα (π.χ. κρατικά μονοπώλια). Το κράτος απαγορεύει στις σύγχρονες οικονομίες την ύπαρξη ιδιωτικών μονοπωλίων προκειμένου να προστατέψει τον καταναλωτή από την πώληση προϊόντων
σε υψηλές τιμές ή/και σε μικρές ποσότητες.

Ολιγοπώλιο: όταν υπάρχουν λίγες επιχειρήσεις στην αγορά με έντονο το στοιχείο της αλληλεξάρτησης μεταξύ τους (δηλαδή οι αποφάσεις της μίας προκαλούν αντιδράσεις από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις του κλάδου). Π.χ. αγορά κινητής τηλεφωνίας, γάλακτος.

Ονομαστικός μισθός: είναι το χρηματικό ποσό αμοιβής του εργαζομένου, το οποίο καθορίζεται στην αγορά απασχόλησης από τη ζήτηση και την προσφορά εργασίας. Ο ονομαστικός μισθός δεν λαμβάνει υπόψη του την εξέλιξη των αγαθών σε μια οικονομία και συνήθως αποτελεί το βασικό κίνητρο του ατόμου για εργασία.

Πραγματικός μισθός: δείχνει την πραγματική αξία της αμοιβής του εργαζομένου, την αγοραστική του δύναμη (δηλαδή την ποσότητα αγαθών που το άτομο μπορεί να αποκτήσει σε δεδομένες τιμές), αφού λάβει υπόψη την εξέλιξη των τιμών των αγαθών. Προκύπτει από τη διαίρεση του ονομαστικού μισθού με το γενικό επίπεδο τιμών.

Παραγωγικότητα: ορίζεται ως ο λόγος της ποσότητας παραχθέντων προϊόντων προς την ποσότητα ενός συντελεστή (εργασία, γη ή κεφάλαιο) που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή τους. Έχει εφαρμογή σε επίπεδο επιχείρησης, κλάδου ή ακόμη και οικονομίας. Πολλά βασικά οικονομικά προβλήματα οφείλονται κυρίως σε χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας. Όταν στον παρονομαστή του κλάσματος χρησιμοποιείται η ποσότητα του συντελεστή «εργασία» (αριθμός εργαζομένων ή ώρες
εργασίας), τότε ο λόγος καλείται «παραγωγικότητα της εργασίας» και δείχνει την παραγόμενη ποσότητα προϊόντος που αντιστοιχεί σε κάθε εργαζόμενο (ή ώρα εργασίας).

New Public Management: το New Public Management περιγράφει την προσπάθεια εισαγωγής ενός νέου τρόπου διοίκησης του Δημοσίου με βάση τα πρότυπα οργανωτικής και εργασιακής ευελιξίας. Αφορά ουσιαστικά σε πολιτικές οι οποίες ενισχύουν τη λειτουργία των δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων με αμιγή ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και οι οποίες εισάγουν σύγχρονες αρχές της
διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού, επηρεάζοντας άμεσα τις εργασιακές σχέσεις στον δημόσιο τομέα.
Διαφοροποιήσεις  εντοπίζονται βέβαια στο μέγεθος και στην έκταση των επιχειρούμενων αλλαγών κατά μήκος του στενού δημόσιου τομέα (υπουργεία, κεντρικές τράπεζες, παιδεία, υγεία κ.λπ.), των δημόσιων επιχειρήσεων (ΔΕΚΟ, τράπεζες κ.λπ.) και των λοιπών δημόσιων υπηρεσιών (ΟΤΑ και άλλοι κρατικοί οργανισμοί). Οι γενικοί όμως μηχανισμοί άντλησης οργανωτικής και εργασιακής ευελιξίας που υπαγορεύει η φιλοσοφία του New Public Management περιλαμβάνουν συνήθως τις εξής πρακτικές αναδιοργάνωσης της εργασίας:
· Χρηματοδότηση από τον γενικό προϋπολογισμό και τα κρατικά ταμεία, βάσει των αποτελεσμάτων και της αποδοτικότητας κάθε υπηρεσίας ή οργανισμού.
· Σύνδεση αμοιβών του προσωπικού με την παραγωγικότητα.
· Εισαγωγή συστημάτων αξιολόγησης της ατομικής ή/και ομαδικής απόλυσης.
· Περιορισμός ή/και κατάργηση των μισθολογικών προσαυξήσεων βάσει της προϋπηρεσίας και
της παλαιότητας των υπαλλήλων στην υπηρεσία.
· Εισαγωγή κριτηρίων σύγκρισης της αποτελεσματικότητας των δημόσιων υπηρεσιών με τις υπηρεσίες του ιδιωτικού τομέα που παρέχουν αντίστοιχες υπηρεσίες (best value benchmarking).
· Μεγαλύτερη ποικιλία συμβάσεων εργασίας (ανάθεση μέρους της παραγωγής σε εξωτερικούς συνεργάτες/υπεργολάβους, προσωρινή και μερική απασχόληση).
· Επέκταση ωραρίου λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών.




ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης (Σ.Σ.Α.) εντάσσεται στο πλαίσιο της τρίτης φάσης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) που ξεκίνησε την 1η Ιανουαρίου 1999. Στόχος του είναι να εξασφαλίσει ότι η προσπάθεια για δημοσιονομική πειθαρχία των κρατών μελών θα συνεχιστεί μετά την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος, του ευρώ.

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ
Προβλέπονται στην συνθήκη Μάαστριχτ (7 Φλεβάρη 1992)
Περιλαμβάνουν:
1. Υψηλό βαθμό σταθερότητας τιμών. Δηλαδή χαμηλό πληθωρισμό που ορίστηκε όχι πάνω από  1,5% του μέσου όρου των τριών χωρών με τον χαμηλότερο πληθωρισμό
2. Χαμηλό δημοσιονομικό έλλειμμα:
Προσδιορίστηκε στο μέγιστο όριο του 3% του Α.Ε.Π. ή δημόσιο χρέος με μέγιστο όριο το 60% του Α.Ε.Π. εκτός εάν παρουσιάζεται σταθερά πτωτική τάση με ικανοποιητικούς ρυθμούς.
3. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια να μην υπερβαίνουν το 2% από τον μέσο όρο των επιτοκίων των τριών χωρών με τον χαμηλότερο πληθωρισμό.




ΔΙΕΘΝΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) είναι ένας διεθνής οργανισμός ο οποίος επιβλέπει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα παρακολουθώντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τα ισοζύγια πληρωμών και προσφέροντας οικονομική και τεχνική βοήθεια όταν του ζητηθεί. ΤΟ ΔΝΤ ιδρύθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 1945 στην Ουάσιγκτον, πρωτεύουσα των ΗΠΑ κατόπιν συνομολόγησης 39 Χωρών. Η ίδρυση του Οργανισμού αυτού είχε προπαρασκευαστεί κατά τη Διεθνή Νομισματική και Χρηματοδοτική Συνδιάσκεψη που συνήλθε στο Μπρέτον Γουντς, του Νιού Χαμσάιρ των ΗΠΑ, ενάμισι χρόνο πριν, από 1ης Ιουλίου μέχρι 22 Ιουλίου του 1944. Έδρα του Οργανισμού ορίσθηκε η Ουάσιγκτον ως πρωτεύουσα της χώρας με το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής
      ΣΚΟΠΟΙ Δ.Ν.Τ.
-Η ενιαία διαδικασία ομαλής προσαρμογής εκάστου κράτους μέλους στις συναλλαγματικές ισονομίες.
-Διεθνείς διαβουλεύσεις σε περιπτώσεις σημαντικών αλλαγών των ακολουθουμένων συναλλαγματικών πρακτικών.
-Επιβολές ορισμένων περιοριστικών συναλλαγματικών μέτρων και τέλος
-Άρση των παραπάνω περιοριστικών μέτρων κατόπιν διαπιστωμένης βελτίωσης οικονομικής θέσης του κάθε κράτους μέλους.

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ
Η Παγκόσμια Τράπεζα είναι διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα το οποίο παρέχει οικονομική και τεχνική βοήθεια σε αναπτυσσόμενες χώρες για αναπτυξιακά έργα (π.χ. δρόμοι, γέφυρες, σχολεία) με δεδηλωμένο στόχο τη μείωση της φτώχειας. Πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι ο Νοτιοκορεάτης Τζιμ Γιονγκ Κιμ από την 1η Ιουλίου του 2012.
Ο Όμιλος της Παγκόσμιας Τράπεζας (WB - World Bank / World Bank Group) αποτελείται από πέντε συνδεδεμένους οργανισμούς:
-Το Διεθνή Οργανισμό Ανάπτυξης (IDA-International Development Association). Ο IDA παρέχει ενισχύσεις και άτοκα δάνεια και επικεντρώνει τη δραστηριότητα του στις χώρες με το χαμηλότερο εισόδημα.
-Τη Διεθνή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (IBRD-International Bank for Reconstruction and Development). Η IBRD δανείζει με χαμηλά επιτόκια, αναπτυσσόμενες χώρες μεσαίου εισοδήματος.
-To IFC-International Finance Corporation . Το IFC λειτουργεί με εμπορικά κριτήρια, επενδύοντας αποκλειστικά και μόνο σε κερδοσκοπικά projects.
-Το Διεθνές Κέντρο Διακανονισμού Διαφορών που σχετίζονται με Επενδύσεις (ICSID-International Centre for Settlement of Investment Disputes)
-Τον Οργανισμό Πολυμερούς Ασφάλισης Επενδύσεων (MIGA-Multilateral Investment Guarantee Agency). 



Ποιες χώρες υιοθέτησαν το ευρώ – και πότε;

Δεν υπάρχουν σχόλια: