Ομιλία του
David Graeber στο Φεστιβάλ της CNT (Confédération nationale du travail)
("Μερικοί
τον θεωρούν ως έναν από τους πιο λαμπρούς ανθρωπολόγους της γενιάς του",
σημείωναν οι New York Times το 2005. Ο David Graeber, αμερικανός ανθρωπολόγος
και αναρχικός, πέθανε την Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου, στη Βενετία της Ιταλίας, όπως
ανακοίνωσε η σύζυγός του, η καλλιτέχνης και συγγραφέας Nika Dubrovsky:
"Yesterday the best person in a world, my husband and my friend
.@davidgraeber died in a hospital in Venice." 'Ηταν 59 ετών. Συγγραφέας
πολλών σπουδαίων δοκιμίων για το χρέος, τη γραφειοκρατία και τα "ηλίθια επαγγέλματα",
ο David Graeber υπήρξε μία από τις εξέχουσες μορφές του κινήματος Occupy Wall
Street. Η καριέρα του, μεταξύ ακαδημαϊκού κόσμου και επιτόπιας έρευνας, είναι
από τις πιο ιδιαίτερες. Το 2005, το Πανεπιστήμιο του Γέιλ, όπου δίδασκε,
αρνήθηκε να τον μονιμοποιήσει για αδιευκρίνιστους λόγους, και του πρόσφερε μία
σαββατική άδεια, μετά από μια εκστρατεία υποστήριξης που οργανώθηκε από
φοιτητές και καθηγητές. Μετά από το επεισόδιο αυτό, έφυγε από τις Ηνωμένες
Πολιτείες και πήγε στο Λονδίνο, όπου έγινε καθηγητής ανθρωπολογίας στο London
School of Economics. Το 2011, ήταν ένας από τους εμπνευστές του κινήματος
Occupy Wall Street, του ειρηνικού κινήματος καταγγελίας των καταχρήσεων του
χρηματιστικού κεφαλαίου που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Σύμφωνα με το περιοδικό
Rolling Stone, είναι αυτός ο ίδιος που έδωσε στο κίνημα το σύνθημά του
"Είμαστε το 99%", αναφορικά με τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια
του 1%. Le Monde, 03.09.2020 )
"Μερικοί τον θεωρούν ως
έναν από τους πιο λαμπρούς ανθρωπολόγους της γενιάς του", σημείωναν οι
New York Times το 2005. Ο David Graeber, αμερικανός ανθρωπολόγος και
αναρχικός, πέθανε την Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου, στη Βενετία της Ιταλίας,
όπως ανακοίνωσε η σύζυγός του, η καλλιτέχνης και συγγραφέας Nika
Dubrovsky: "Yesterday the best person in a world, my husband and my
friend .@davidgraeber died in a hospital in Venice." 'Ηταν 59 ετών.
Συγγραφέας πολλών σπουδαίων δοκιμίων για το χρέος, τη γραφειοκρατία και
τα "ηλίθια επαγγέλματα", ο David Graeber υπήρξε μία από τις εξέχουσες
μορφές του κινήματος Occupy Wall Street. Η καριέρα του, μεταξύ
ακαδημαϊκού κόσμου και επιτόπιας έρευνας, είναι από τις πιο ιδιαίτερες.
Το 2005, το Πανεπιστήμιο του Γέιλ, όπου δίδασκε, αρνήθηκε να τον
μονιμοποιήσει για αδιευκρίνιστους λόγους, και του πρόσφερε μία σαββατική
άδεια, μετά από μια εκστρατεία υποστήριξης που οργανώθηκε από φοιτητές
και καθηγητές. Μετά από το επεισόδιο αυτό, έφυγε από τις Ηνωμένες
Πολιτείες και πήγε στο Λονδίνο, όπου έγινε καθηγητής ανθρωπολογίας στο
London School of Economics. Το 2011, ήταν ένας από τους εμπνευστές του
κινήματος Occupy Wall Street, του ειρηνικού κινήματος καταγγελίας των
καταχρήσεων του χρηματιστικού κεφαλαίου που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη.
Σύμφωνα με το περιοδικό Rolling Stone, είναι αυτός ο ίδιος που έδωσε στο
κίνημα το σύνθημά του "Είμαστε το 99%", αναφορικά με τη συγκέντρωση του
πλούτου στα χέρια του 1%.
Le Monde, 03.09.2020 Πηγή:
www.lifo.grΤο
1930, ο John Maynard Keynes είχε προβλέψει ότι, μέχρι το τέλος του αιώνα, οι
τεχνολογίες θα είχαν προχωρήσει αρκετά ώστε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ή οι
ΗΠΑ να μπορούν να εφαρμόσουν μία 15ωρη εβδομάδα εργασίας. Όλα δείχνουν ότι είχε
δίκιο. Με τεχνολογικούς όρους, είμαστε απόλυτα σε θέση να το κάνουμε. Και όμως
δεν συνέβη. Αντίθετα, η τεχνολογία επιστρατεύτηκε με σκοπό να βρεθούν τρόποι
για να μας κάνει να εργαζόμαστε περισσότερο. Χρειάστηκε γι' αυτό να
δημιουργηθούν θέσεις εργασίας που ήταν στην πραγματικότητα άχρηστες. Ολόκληροι
πληθυσμοί, ειδικά στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, περνούν όλη την
επαγγελματική τους ζωή εκτελώντας εργασίες για τις οποίες πιστεύουν ενδόμυχα
πως δεν υπάρχει νόημα για να γίνονται. Το ηθικό και πνευματικό κόστος που γεννά
αυτή η κατάσταση είναι μεγάλο. Είναι μια ουλή στη συλλογική μας ψυχή. Και όμως
κανείς δεν μιλά γι' αυτό. Γιατί η ουτοπία που υποσχέθηκε ο Keynes - και για την
οποία υπήρχε ακόμη μεγάλη προσμονή στη δεκαετία του 1960 - δεν υλοποιήθηκε
ποτέ; Η τυπική απάντηση σήμερα είναι ότι δεν έλαβε υπόψη τη μαζική αύξηση του
καταναλωτισμού. Ανάμεσα στις λιγότερες ώρες εργασίας και τα περισσότερα
παιχνίδια και διασκεδάσεις, φαίνεται να επιλέξαμε συλλογικά τη δεύτερη
εναλλακτική λύση. Αυτό είναι ένα όμορφο ηθικό μύθο, μόνο που, αν το αναλύσουμε,
έστω και για λίγο, καταλαβαίνουμε ότι δεν αληθεύει. Ναι, υπήρξαμε μάρτυρες της
δημιουργίας μιας μεγάλης ποικιλίας θέσεων εργασίας και βιομηχανιών από τη
δεκαετία του 1920 και μετά, αλλά πολύ λίγες από αυτές σχετίζονται με την
παραγωγή και τη διανομή σούσι, iPhone ή φανταχτερών sneakers. Ποιές είναι
ακριβώς αυτές οι νέες θέσεις εργασίας; Μία πρόσφατη έκθεση που συγκρίνει την
απασχόληση στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ 1910 και 2000 μας δίνει μια σαφή
εικόνα (θα πρέπει να σημειωθεί παρεμπιπτόντως ότι μια παρόμοια έκθεση
συντάχθηκε για την απασχόληση στο Ηνωμένο Βασίλειο). Κατά τη διάρκεια του
περασμένου αιώνα, ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούνταν στη βιομηχανία ή
τη γεωργία μειώθηκε σημαντικά. Ταυτόχρονα, οι θέσεις εργασίας
"επαγγελματιών, διαχειριστών, διευθυντών, πωλητών και υπαλλήλων στον κλάδο
των υπηρεσιών" τριπλασιάστηκαν, περνώντας "από το ένα τέταρτο στα
τρία τέταρτα του συνόλου των εργαζομένων". Με άλλα λόγια, τα παραγωγικά
επαγγέλματα, όπως προβλεπόταν, μπόρεσαν σε μεγάλο βαθμό να αυτοματοποιηθούν
(ακόμα κι αν προσμετρώνται οι βιομηχανικοί εργάτες στην Ινδία και την Κίνα,
αυτός ο τύπος εργαζομένων δεν αντιπροσωπεύει ένα τόσο μεγάλο ποσοστό όσο πριν).
Αλλά αντί να οδηγηθούμε σε μια μαζική μείωση των ωρών εργασίας που θα
απελευθέρωνε τον παγκόσμιο πληθυσμό και θα του επέτρεπε να αφιερωθεί στα δικά
του σχέδια, οράματα, απολαύσεις και ιδέες, παρατηρήσαμε αντιθέτως την διόγκωση,
όχι μόνο των κλάδων "υπηρεσιών", αλλά και του διοικητικού τομέα,
καθώς και την δημιουργία νέων κλάδων όπως οι χρηματιστικές υπηρεσίες, το
τηλεμάρκετινγκ, ή την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη τομέων όπως το εταιρικό
δίκαιο, οι πανεπιστημιακές και υγειονομικές διοικήσεις, οι ανθρώπινοι πόροι ή
ακόμα και οι δημόσιες σχέσεις. Και αυτά τα στοιχεία δεν λαμβάνουν υπόψη όλους
εκείνους που παρέχουν διοικητική, τεχνική υποστήριξη ή υπηρεσίες ασφαλείας σε
όλους αυτούς τους κλάδους, αν όχι και σε όλες τις άλλες βοηθητικές υπηρεσίες
που συνδέονται με αυτούς (οι καλλωπιστές σκύλων, οι διανομείς πίτσας που είναι
ανοιχτοί όλη τη νύχτα ) και που υπάρχουν μόνο επειδή όλοι οι άλλοι ξοδεύουν το
μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους δουλεύοντας για τους πρώτους. Αυτό προτίθεμαι
να ονομάσω "ηλίθια επαγγέλματα" Είναι σαν κάποιος να επινοεί περιττές
δουλειές, απλά για να συνεχίζει να μας κάνει όλους να δουλεύουμε. Και εδώ
βρίσκεται όλο το μυστήριο. Σε ένα καπιταλιστικό σύστημα, είναι αυτό ακριβώς που
υποτίθεται ότι δεν πρέπει να συμβαίνει. Στα παλιά και αναποτελεσματικά
σοσιαλιστικά κράτη, όπως η ΕΣΣΔ, όπου η απασχόληση θεωρήθηκε δικαίωμα και ιερό
καθήκον, το σύστημα δημιουργούσε όσες θέσεις εργασίας χρειαζόταν (αυτός είναι
ένας από τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να υπάρχουν τρία άτομα στα σούπερ
μάρκετ για να σου σερβίρουν ένα κομμάτι κρέας). Φυσικά, αυτό ακριβώς είναι το
είδος του προβλήματος που υποτίθεται ότι θα λύσει ο ανταγωνισμός της αγοράς.
Σύμφωνα με τις οικονομικές θεωρίες, πάντως, το τελευταίο πράγμα που θα έκανε
μία εταιρεία που αναζητά το κέρδος θα ήταν να δώσει χρήματα σε υπαλλήλους που
δεν θα έπρεπε να πληρώνει. Ωστόσο, αυτό είναι που συμβαίνει κατά κάποιον τρόπο.
Ενώ οι εταιρείες προχωρούν σε αλύπητες εκστρατείες μείωσης εξόδων, οι απολύσεις
αυτές αγγίζουν κυρίως την τάξη των ανθρώπων που παράγουν, μετακινούν,
επισκευάζουν ή συντηρούν πράγματα· ενώ μέσα από μια παράξενη αλχημεία που
κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει, ο αριθμός των "γραφιάδων" φαίνεται να
διογκώνεται και να καταλήγουν όλο και περισσότεροι υπάλληλοι, όπως οι
εργαζόμενοι της πρώην ΕΣΣΔ, να δουλεύουν 40 ή 50 ώρες την εβδομάδα, αλλά με ένα
πραγματικά οφέλημο χρόνο εργασίας 15 ωρών, ακριβώς όπως το προέβλεπε ο Keynes,
καθώς ο υπόλοιπος χρόνος τους συνίσταται στο να διοργανώνουν ή να συμμετέχουν
σε παρακινητικά σεμινάρια, να ενημερώνουν το προφίλ τους στο Facebook ή να
κατεβάζουν τηλεοπτικές σειρές. Η απάντηση προφανώς δεν είναι οικονομική: είναι
ηθική και πολιτική. Η άρχουσα τάξη κατάλαβε ότι ένας ευτυχισμένος, παραγωγικός
πληθυσμός που διαθέτει ελεύθερο χρόνο, είναι ένας θανατηφόρος κίνδυνος
(σκεφτείτε τι συνέβη όταν άρχισε αυτό να υλοποιείται στη δεκαετία του 1960).
Και, από την άλλη πλευρά, η αίσθηση ότι η δουλειά είναι εγγενής ηθική αξία, που
σημαίνει ότι όποιος αρνείται να υποταχθεί σε μια έντονη εργασία στη διάρκεια
της μέρας του δεν αξίζει τίποτα, είναι εξαιρετικά βολική γι' αυτούς. Στο
παρελθόν, λαμβάνοντας υπόψη την φαινομενικά άπειρη αύξηση των διοικητικών
ευθυνών στα βρετανικά ακαδημαϊκά τμήματα, συνήγαγα μια πιθανή όψη της κόλασης.
Η κόλαση είναι μια ομάδα ανθρώπων που περνούν τον περισσότερο χρόνο τους
κάνοντας πράγματα που δεν τους αρέσουν και για τα οποία δεν είναι ιδιαίτερα
καλοί. Ας πούμε ότι προσλήφθηκαν επειδή ήταν πολύ καλοί ξυλουργοί, κι ότι στη
συνέχεια ανακαλύπτουν ότι πρέπει να περνούν πολύ χρόνο με το να ψήνουν ψάρια. Η
εκτέλεση αυτής της εργασίας δεν είναι απαραίτητη, αλλά τουλάχιστον υπάρχει μία
πολύ περιορισμένη ποσότητα ψαριών για μαγείρεμα. Και όμως όλοι γίνονται εντελώς
εμμονικοί με το γεγονός ότι ορισμένοι από τους συναδέλφους τους μπορεί να
ξοδεύουν περισσότερο χρόνο κάνοντας ξυλουργικές εργασίες χωρίς να συνεισφέρουν
ισότιμα στο τηγάνισμα ψαριών και, πολύ γρήγορα, σωροί ολόκληροι
κακομαγειρεμένων και άχρηστων ψαριών εισβάλλουν στο ξυλουργείο, ενώ το ψήσιμο
των ψαριών έχει γίνει πλέον η κύρια δραστηριότητα. Πιστεύω ότι πρόκειται για
μία ακριβή περιγραφή της ηθικής δυναμικής της οικονομίας μας. Συνειδητοποιώ
όμως τώρα ότι ένα τέτοιο επιχείρημα θα εγείρει αμέσως αντιρρήσεις: "Ποιος
είστε εσείς για να καθορίσετε ποιές θέσεις εργασίας είναι πραγματικά "απαραίτητες
"; Αλλά και τι σημαίνει "απαραίτητο"; Είστε καθηγητής
ανθρωπολογίας, ποιός το "χρειάζεται" αυτό; " (και είναι αλήθεια
ότι πολλοί αναγνώστες των ταμπλόιντ μπορεί να θεωρήσουν τη δουλειά μου ως το
καλύτερο παράδειγμα του περιττού). Και από μία άποψη, αυτό πράγματι ισχύει. Δεν
μπορεί να υπάρξει αντικειμενικό μέτρο της κοινωνικής αξίας. Δεν θα επέτρεπα
στον εαυτό μου να πω σε κάποιον που πιστεύει ότι η συμβολή του στον κόσμο είναι
σημαντική ότι αυτό δεν ισχύει. Τι γίνεται όμως με τους ανθρώπους που είναι πεπεισμένοι
ότι η δουλειά τους δεν έχει νόημα; Πριν από λίγο καιρό, ξαναβρέθηκα με έναν
παιδικό φίλο που είχα να δω από τότε που ήμουν 12 ετών. Έμεινα έκπληκτος όταν
έμαθα ότι αργότερα είχε γίνει αρχικά ποιητής και μετά τραγουδιστής σε
ανεξάρτητο ροκ συγκρότημα. Είχα ακούσει μερικά από τα τραγούδια του στο
ραδιόφωνο, χωρίς να γνωρίζω ότι ήταν κάποιος που ήξερα. Είχε σαφώς μια λάμψη,
ήταν καινοτόμος και το έργο του είχε αναμφίβολα φωτίσει και βελτιώσει τη ζωή
ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη. Ωστόσο, μετά από λίγα ανεπιτυχή άλμπουμ, έχασε το
συμβόλαιό του, καταχρεώθηκε, κι επειδή έπρεπε να φροντίζει ένα μικρό παιδί,
κατέληξε, όπως λέει ο ίδιος "να επιλέξει, ελλείψει άλλης λύσης, όπως
πολλοί αποπροσανατολισμένοι άνθρωποι: τη Νομική Σχολή ". Είναι πλέον δικηγόρος
επιχειρήσεων και εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία της Νέας Υόρκης. Πρώτος αυτός
παραδέχτηκε ότι η δουλειά του δεν έχει κανένα νόημα, δεν συμβάλει σε τίποτα
στον κόσμο και, κατά τη γνώμη του, δεν θα έπρεπε πραγματικά να υπάρχει.
Μπορούμε, έτσι, να θέσουμε πολλά ερωτήματα, ξεκινώντας από το ακόλουθο: τι μας
μαθαίνει αυτό για την κοινωνία μας, αυτή η εξαιρετικά περιορισμένη ζήτηση για
ταλαντούχους μουσικούς-ποιητές και αυτή η φαινομενικά απεριόριστη ζήτηση για
δικηγόρους που ειδικεύονται στο εταιρικό δίκαιο; (Απάντηση: εάν το 1% του
πληθυσμού ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου πλούτου, αυτό που
αποκαλούμε "αγορά" εξυπηρετεί μόνο αυτό που οι ίδιοι - και κανένας
άλλος - κρίνουν χρήσιμο ή σημαντικό). Αλλά, επί πλέον, αυτό δείχνει ότι οι
περισσότεροι υπάλληλοι το ξέρουν. Στην πραγματικότητα, δεν νομίζω ότι έχω
γνωρίσει ούτε έναν εταιρικό δικηγόρο που να μην πιστεύει ότι η δουλειά του
είναι ηλίθια. Το ίδιο ισχύει για όλους τους νέους κλάδους που αναφέρονται πιο
πάνω. Υπάρχει μια ολόκληρη τάξη επαγγελματιών οι οποίοι, αν τους συναντούσατε
σε ένα πάρτι και τους λέγατε ότι ασχολείστε με κάτι ενδιαφέρον (την
ανθρωπολογία, για παράδειγμα), θα έκαναν τα πάντα για να αποφύγουν τη συζήτηση
γύρω από τη δουλειά τους. Μετά από μερικά ποτά, θα μπορούσαν βέβαια να
παρασυρθούν και να βγάλουν ένα λογύδριο σχετικά με το πόσο ηλίθια και αδιάφορη
είναι η δουλειά τους. Υπάρχει εδώ μία βαθιά ψυχολογική βία. Πώς θα μπορούσαμε
έστω και να ξεκινήσουμε να μιλάμε για αξιοπρέπεια στην εργασία, όταν νιώθουμε
ότι η δουλειά μας δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει; Πώς γίνεται αυτή η κατάσταση να
μην δημιουργεί ένα βαθύ αίσθημα οργής και δυσαρέσκειας; Πρόκειται ωστόσο για το
ιδιοφυές χαρακτηριστικό αυτής της κοινωνίας, της οποίας οι ηγέτες βρήκαν τρόπο,
όπως στην περίπτωση των ψηστών των ψαριών, να διασφαλίσουν ότι η οργή θα
κατευθύνεται άμεσα και με ακρίβεια κατά εκείνων των οποίων οι πράξεις έχουν
νόημα. Για παράδειγμα, στην κοινωνία μας, φαίνεται να υπάρχει ένας κανόνας,
σύμφωνα με τον οποίο όσο περισσότερο μια εργασία ωφελεί ξεκάθαρα τους άλλους,
τόσο λιγότερο θα πληρώνεται. Και πάλι, ένα αντικειμενικό μέτρο είναι δύσκολο να
βρεθεί, αλλά ένας εύκολος τρόπος για να διαμορφώσουμε μία ιδέα είναι να
αναρωτηθούμε: τι θα συνέβαινε εάν εξαφανιζόταν αυτή η τάξη των εργαζομένων;
Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κανείς για τις νοσοκόμες, τους σκουπιδιάριδες ή
τους μηχανικούς, αν εξαφανίζονταν, οι συνέπειες θα ήταν άμεσες και
καταστροφικές. Ένας κόσμος χωρίς δασκάλους ή εργάτες θα γινόταν σύντομα
προβληματικός, και ακόμη και ένας κόσμος χωρίς συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας
ή μουσικούς ska θα ήταν σαφώς ένας λιγότερο ενδιαφέρων κόσμος. Από την άλλη
πλευρά, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πώς θα αντιδρούσε η ανθρωπότητα αν
εξαφανίζονταν οι γενικοί διευθυντές, οι λομπίστες, οι ερευνητές δημοσίων
σχέσεων, οι τηλεπωλητές, οι κλητήρες ή οι νομικοί σύμβουλοι (πολλοί πιστεύουν
ότι θα τα πήγαινε πολύ καλύτερα). Ωστόσο, εκτός από λίγες εξαιρέσεις που
προβάλλονται σκοπίμως (οι γιατροί), ο κανόνας φαίνεται εκπληκτικά έγκυρος. Με
ακόμη πιο διεστραμμένο τρόπο, φαίνεται πως υπάρχει μία συναίνεση σχετικά με τα
πράγματα που πρέπει να παραμείνουν όπως έχουν. Αυτό είναι ένα από τα μυστικά
δυνατά σημεία του δεξιού λαϊκισμού. Μπορείτε να το δείτε όταν τα ταμπλόιντ
επιτίθενται στους εργαζόμενους που παραλύουν το μετρό του Λονδίνου κατά τη διάρκεια
διαπραγματεύσεων που οδηγούν σε σύγκρουση: το γεγονός ότι αυτοί οι εργαζόμενοι
μπορούν να παραλύσουν το μετρό δείχνει ότι η δουλειά τους είναι απαραίτητη,
αλλά αυτό ακριβώς είναι που φαίνεται να ενοχλεί. Το βλέπουμε ακόμη πιο καθαρά
στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι Ρεπουμπλικανοί κατάφεραν να κινητοποιήσουν τον
κόσμο εναντίον των εκπαιδευτικών ή των εργαζομένων στην αυτοκινητοβιομηχανία
(και όχι εναντίον των διευθυντών των σχολείων ή των υπεύθυνων της
αυτοκινητοβιομηχανίας, που ήταν και η αιτία του προβλήματος) εξαιτίας των
υποτιθέμενων διογκωμένων μισθών και των ασύλληπτων παροχών τους. Είναι περίπου
σαν να τους λένε "μα εσείς μπορείτε να διδάξετε τα παιδιά! Ή να φτιάξετε
αυτοκίνητα! Εσείς έχετε τις πραγματικές δουλειές! Κι αυτό δεν σας φτάνει, έχετε
και το θράσος να ζητάτε συντάξεις μεσαίας κατηγορίας και την κοινωνική
ασφάλεια;" "Αν κάποιος είχε επινοήσει ένα εργασιακό καθεστώς με στόχο
τη διαιώνιση της δύναμης του χρηματιστικού κεφαλαίου, δεν θα μπορούσε εύκολα να
καταφέρει κάτι καλύτερο. Οι πραγματικοί παραγωγικοί εργαζόμενοι συντρίβονται
συνεχώς και υφίστανται εκμετάλλευση. Οι υπόλοιποι χωρίζονται σε δύο ομάδες, ένα
στρώμα ανέργων που διαπομπεύονται παντού, και ένα μεγαλύτερο στρώμα ανθρώπων
που πληρώνονται ουσιαστικά για να μην κάνουν τίποτα, σε θέσεις σχεδιασμένες για
να ταυτίζονται με τις προοπτικές και τις ευαισθησίες της άρχουσας τάξης
(διευθυντές, διαχειριστές, κ.λπ.), ιδιαίτερα στην χρηματιστική της εκδοχή, οι
οποίες ωστόσο τροφοδοτούν ταυτόχρονα μία δυσαρέσκεια προς όλους εκείνους των
οποίων η εργασία κατέχει μία σαφή και αναμφισβήτητη κοινωνική αξία. Προφανώς,
το σύστημα δεν επινοήθηκε ποτέ συνειδητά. Αναδύθηκε μέσα από έναν αιώνα,
σχεδόν, προσπαθειών και αποτυχιών. Αυτή είναι η μόνη εξήγηση που μπορεί να
δοθεί για το γεγονός ότι, παρά τις τεχνολογικές μας δυνατότητες, δεν
εργαζόμαστε 3 με 4 ώρες την ημέρα.
Μετάφραση του άρθρου "On the Phenomenon
of Bullshit Jobs", που δημοσιεύτηκε στο σάιτ του περιοδικού Strike ! (17
Αυγούστου 2013).
Μτφ. Σ.Σ. Πηγή: www.lifo.gr
Ομιλία του David
Graeber στο Φεστιβάλ της CNT (Confédération nationale du travail)
*
Το 1930, ο John Maynard Keynes είχε προβλέψει ότι, μέχρι το τέλος του
αιώνα, οι τεχνολογίες θα είχαν προχωρήσει αρκετά ώστε χώρες όπως το
Ηνωμένο Βασίλειο ή οι ΗΠΑ να μπορούν να εφαρμόσουν μία 15ωρη εβδομάδα
εργασίας. Όλα δείχνουν ότι είχε δίκιο. Με τεχνολογικούς όρους, είμαστε
απόλυτα σε θέση να το κάνουμε. Και όμως δεν συνέβη. Αντίθετα, η
τεχνολογία επιστρατεύτηκε με σκοπό να βρεθούν τρόποι για να μας κάνει να
εργαζόμαστε περισσότερο. Χρειάστηκε γι' αυτό να δημιουργηθούν θέσεις
εργασίας που ήταν στην πραγματικότητα άχρηστες. Ολόκληροι πληθυσμοί,
ειδικά στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, περνούν όλη την επαγγελματική
τους ζωή εκτελώντας εργασίες για τις οποίες πιστεύουν ενδόμυχα πως δεν
υπάρχει νόημα για να γίνονται. Το ηθικό και πνευματικό κόστος που γεννά
αυτή η κατάσταση είναι μεγάλο. Είναι μια ουλή στη συλλογική μας ψυχή.
Και όμως κανείς δεν μιλά γι' αυτό.
Γιατί η ουτοπία που υποσχέθηκε ο Keynes - και για την οποία υπήρχε ακόμη
μεγάλη προσμονή στη δεκαετία του 1960 - δεν υλοποιήθηκε ποτέ; Η τυπική
απάντηση σήμερα είναι ότι δεν έλαβε υπόψη τη μαζική αύξηση του
καταναλωτισμού. Ανάμεσα στις λιγότερες ώρες εργασίας και τα περισσότερα
παιχνίδια και διασκεδάσεις, φαίνεται να επιλέξαμε συλλογικά τη δεύτερη
εναλλακτική λύση. Αυτό είναι ένα όμορφο ηθικό μύθο, μόνο που, αν το
αναλύσουμε, έστω και για λίγο, καταλαβαίνουμε ότι δεν αληθεύει. Ναι,
υπήρξαμε μάρτυρες της δημιουργίας μιας μεγάλης ποικιλίας θέσεων εργασίας
και βιομηχανιών από τη δεκαετία του 1920 και μετά, αλλά πολύ λίγες από
αυτές σχετίζονται με την παραγωγή και τη διανομή σούσι, iPhone ή
φανταχτερών sneakers.
Ποιές είναι ακριβώς αυτές οι νέες θέσεις εργασίας; Μία πρόσφατη έκθεση
που συγκρίνει την απασχόληση στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ 1910 και
2000 μας δίνει μια σαφή εικόνα (θα πρέπει να σημειωθεί παρεμπιπτόντως
ότι μια παρόμοια έκθεση συντάχθηκε για την απασχόληση στο Ηνωμένο
Βασίλειο). Κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, ο αριθμός των
εργαζομένων που απασχολούνταν στη βιομηχανία ή τη γεωργία μειώθηκε
σημαντικά. Ταυτόχρονα, οι θέσεις εργασίας "επαγγελματιών, διαχειριστών,
διευθυντών, πωλητών και υπαλλήλων στον κλάδο των υπηρεσιών"
τριπλασιάστηκαν, περνώντας "από το ένα τέταρτο στα τρία τέταρτα του
συνόλου των εργαζομένων". Με άλλα λόγια, τα παραγωγικά επαγγέλματα, όπως
προβλεπόταν, μπόρεσαν σε μεγάλο βαθμό να αυτοματοποιηθούν (ακόμα κι αν
προσμετρώνται οι βιομηχανικοί εργάτες στην Ινδία και την Κίνα, αυτός ο
τύπος εργαζομένων δεν αντιπροσωπεύει ένα τόσο μεγάλο ποσοστό όσο πριν).
Αλλά αντί να οδηγηθούμε σε μια μαζική μείωση των ωρών εργασίας που θα
απελευθέρωνε τον παγκόσμιο πληθυσμό και θα του επέτρεπε να αφιερωθεί στα
δικά του σχέδια, οράματα, απολαύσεις και ιδέες, παρατηρήσαμε αντιθέτως
την διόγκωση, όχι μόνο των κλάδων "υπηρεσιών", αλλά και του διοικητικού
τομέα, καθώς και την δημιουργία νέων κλάδων όπως οι χρηματιστικές
υπηρεσίες, το τηλεμάρκετινγκ, ή την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη τομέων
όπως το εταιρικό δίκαιο, οι πανεπιστημιακές και υγειονομικές διοικήσεις,
οι ανθρώπινοι πόροι ή ακόμα και οι δημόσιες σχέσεις. Και αυτά τα
στοιχεία δεν λαμβάνουν υπόψη όλους εκείνους που παρέχουν διοικητική,
τεχνική υποστήριξη ή υπηρεσίες ασφαλείας σε όλους αυτούς τους κλάδους,
αν όχι και σε όλες τις άλλες βοηθητικές υπηρεσίες που συνδέονται με
αυτούς (οι καλλωπιστές σκύλων, οι διανομείς πίτσας που είναι ανοιχτοί
όλη τη νύχτα ) και που υπάρχουν μόνο επειδή όλοι οι άλλοι ξοδεύουν το
μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους δουλεύοντας για τους πρώτους.
Αυτό προτίθεμαι να ονομάσω "ηλίθια επαγγέλματα"
Είναι σαν κάποιος να επινοεί περιττές δουλειές, απλά για να συνεχίζει να
μας κάνει όλους να δουλεύουμε. Και εδώ βρίσκεται όλο το μυστήριο. Σε
ένα καπιταλιστικό σύστημα, είναι αυτό ακριβώς που υποτίθεται ότι δεν
πρέπει να συμβαίνει. Στα παλιά και αναποτελεσματικά σοσιαλιστικά κράτη,
όπως η ΕΣΣΔ, όπου η απασχόληση θεωρήθηκε δικαίωμα και ιερό καθήκον, το
σύστημα δημιουργούσε όσες θέσεις εργασίας χρειαζόταν (αυτός είναι ένας
από τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να υπάρχουν τρία άτομα στα
σούπερ μάρκετ για να σου σερβίρουν ένα κομμάτι κρέας). Φυσικά, αυτό
ακριβώς είναι το είδος του προβλήματος που υποτίθεται ότι θα λύσει ο
ανταγωνισμός της αγοράς. Σύμφωνα με τις οικονομικές θεωρίες, πάντως, το
τελευταίο πράγμα που θα έκανε μία εταιρεία που αναζητά το κέρδος θα ήταν
να δώσει χρήματα σε υπαλλήλους που δεν θα έπρεπε να πληρώνει. Ωστόσο,
αυτό είναι που συμβαίνει κατά κάποιον τρόπο.
Ενώ οι εταιρείες προχωρούν σε αλύπητες εκστρατείες μείωσης εξόδων, οι
απολύσεις αυτές αγγίζουν κυρίως την τάξη των ανθρώπων που παράγουν,
μετακινούν, επισκευάζουν ή συντηρούν πράγματα· ενώ μέσα από μια παράξενη
αλχημεία που κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει, ο αριθμός των "γραφιάδων"
φαίνεται να διογκώνεται και να καταλήγουν όλο και περισσότεροι
υπάλληλοι, όπως οι εργαζόμενοι της πρώην ΕΣΣΔ, να δουλεύουν 40 ή 50 ώρες
την εβδομάδα, αλλά με ένα πραγματικά οφέλημο χρόνο εργασίας 15 ωρών,
ακριβώς όπως το προέβλεπε ο Keynes, καθώς ο υπόλοιπος χρόνος τους
συνίσταται στο να διοργανώνουν ή να συμμετέχουν σε παρακινητικά
σεμινάρια, να ενημερώνουν το προφίλ τους στο Facebook ή να κατεβάζουν
τηλεοπτικές σειρές.
Η απάντηση προφανώς δεν είναι οικονομική: είναι ηθική και πολιτική. Η
άρχουσα τάξη κατάλαβε ότι ένας ευτυχισμένος, παραγωγικός πληθυσμός που
διαθέτει ελεύθερο χρόνο, είναι ένας θανατηφόρος κίνδυνος (σκεφτείτε τι
συνέβη όταν άρχισε αυτό να υλοποιείται στη δεκαετία του 1960). Και, από
την άλλη πλευρά, η αίσθηση ότι η δουλειά είναι εγγενής ηθική αξία, που
σημαίνει ότι όποιος αρνείται να υποταχθεί σε μια έντονη εργασία στη
διάρκεια της μέρας του δεν αξίζει τίποτα, είναι εξαιρετικά βολική γι'
αυτούς.
Στο παρελθόν, λαμβάνοντας υπόψη την φαινομενικά άπειρη αύξηση των
διοικητικών ευθυνών στα βρετανικά ακαδημαϊκά τμήματα, συνήγαγα μια
πιθανή όψη της κόλασης. Η κόλαση είναι μια ομάδα ανθρώπων που περνούν
τον περισσότερο χρόνο τους κάνοντας πράγματα που δεν τους αρέσουν και
για τα οποία δεν είναι ιδιαίτερα καλοί. Ας πούμε ότι προσλήφθηκαν επειδή
ήταν πολύ καλοί ξυλουργοί, κι ότι στη συνέχεια ανακαλύπτουν ότι πρέπει
να περνούν πολύ χρόνο με το να ψήνουν ψάρια. Η εκτέλεση αυτής της
εργασίας δεν είναι απαραίτητη, αλλά τουλάχιστον υπάρχει μία πολύ
περιορισμένη ποσότητα ψαριών για μαγείρεμα. Και όμως όλοι γίνονται
εντελώς εμμονικοί με το γεγονός ότι ορισμένοι από τους συναδέλφους τους
μπορεί να ξοδεύουν περισσότερο χρόνο κάνοντας ξυλουργικές εργασίες χωρίς
να συνεισφέρουν ισότιμα στο τηγάνισμα ψαριών και, πολύ γρήγορα, σωροί
ολόκληροι κακομαγειρεμένων και άχρηστων ψαριών εισβάλλουν στο
ξυλουργείο, ενώ το ψήσιμο των ψαριών έχει γίνει πλέον η κύρια
δραστηριότητα.
Πιστεύω ότι πρόκειται για μία ακριβή περιγραφή της ηθικής δυναμικής της
οικονομίας μας.
Συνειδητοποιώ όμως τώρα ότι ένα τέτοιο επιχείρημα θα εγείρει αμέσως
αντιρρήσεις: "Ποιος είστε εσείς για να καθορίσετε ποιές θέσεις εργασίας
είναι πραγματικά "απαραίτητες "; Αλλά και τι σημαίνει "απαραίτητο";
Είστε καθηγητής ανθρωπολογίας, ποιός το "χρειάζεται" αυτό; " (και είναι
αλήθεια ότι πολλοί αναγνώστες των ταμπλόιντ μπορεί να θεωρήσουν τη
δουλειά μου ως το καλύτερο παράδειγμα του περιττού). Και από μία άποψη,
αυτό πράγματι ισχύει. Δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενικό μέτρο της
κοινωνικής αξίας.
Δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μου να πω σε κάποιον που πιστεύει ότι η
συμβολή του στον κόσμο είναι σημαντική ότι αυτό δεν ισχύει. Τι γίνεται
όμως με τους ανθρώπους που είναι πεπεισμένοι ότι η δουλειά τους δεν έχει
νόημα; Πριν από λίγο καιρό, ξαναβρέθηκα με έναν παιδικό φίλο που είχα
να δω από τότε που ήμουν 12 ετών. Έμεινα έκπληκτος όταν έμαθα ότι
αργότερα είχε γίνει αρχικά ποιητής και μετά τραγουδιστής σε ανεξάρτητο
ροκ συγκρότημα. Είχα ακούσει μερικά από τα τραγούδια του στο ραδιόφωνο,
χωρίς να γνωρίζω ότι ήταν κάποιος που ήξερα. Είχε σαφώς μια λάμψη, ήταν
καινοτόμος και το έργο του είχε αναμφίβολα φωτίσει και βελτιώσει τη ζωή
ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη. Ωστόσο, μετά από λίγα ανεπιτυχή άλμπουμ,
έχασε το συμβόλαιό του, καταχρεώθηκε, κι επειδή έπρεπε να φροντίζει ένα
μικρό παιδί, κατέληξε, όπως λέει ο ίδιος "να επιλέξει, ελλείψει άλλης
λύσης, όπως πολλοί αποπροσανατολισμένοι άνθρωποι: τη Νομική Σχολή ".
Είναι πλέον δικηγόρος επιχειρήσεων και εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία
της Νέας Υόρκης. Πρώτος αυτός παραδέχτηκε ότι η δουλειά του δεν έχει
κανένα νόημα, δεν συμβάλει σε τίποτα στον κόσμο και, κατά τη γνώμη του,
δεν θα έπρεπε πραγματικά να υπάρχει.
Μπορούμε, έτσι, να θέσουμε πολλά ερωτήματα, ξεκινώντας από το ακόλουθο:
τι μας μαθαίνει αυτό για την κοινωνία μας, αυτή η εξαιρετικά
περιορισμένη ζήτηση για ταλαντούχους μουσικούς-ποιητές και αυτή η
φαινομενικά απεριόριστη ζήτηση για δικηγόρους που ειδικεύονται στο
εταιρικό δίκαιο; (Απάντηση: εάν το 1% του πληθυσμού ελέγχει το
μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου πλούτου, αυτό που αποκαλούμε "αγορά"
εξυπηρετεί μόνο αυτό που οι ίδιοι - και κανένας άλλος - κρίνουν χρήσιμο ή
σημαντικό). Αλλά, επί πλέον, αυτό δείχνει ότι οι περισσότεροι υπάλληλοι
το ξέρουν. Στην πραγματικότητα, δεν νομίζω ότι έχω γνωρίσει ούτε έναν
εταιρικό δικηγόρο που να μην πιστεύει ότι η δουλειά του είναι ηλίθια. Το
ίδιο ισχύει για όλους τους νέους κλάδους που αναφέρονται πιο πάνω.
Υπάρχει μια ολόκληρη τάξη επαγγελματιών οι οποίοι, αν τους συναντούσατε
σε ένα πάρτι και τους λέγατε ότι ασχολείστε με κάτι ενδιαφέρον (την
ανθρωπολογία, για παράδειγμα), θα έκαναν τα πάντα για να αποφύγουν τη
συζήτηση γύρω από τη δουλειά τους. Μετά από μερικά ποτά, θα μπορούσαν
βέβαια να παρασυρθούν και να βγάλουν ένα λογύδριο σχετικά με το πόσο
ηλίθια και αδιάφορη είναι η δουλειά τους.
Υπάρχει εδώ μία βαθιά ψυχολογική βία. Πώς θα μπορούσαμε έστω και να
ξεκινήσουμε να μιλάμε για αξιοπρέπεια στην εργασία, όταν νιώθουμε ότι η
δουλειά μας δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει; Πώς γίνεται αυτή η κατάσταση
να μην δημιουργεί ένα βαθύ αίσθημα οργής και δυσαρέσκειας; Πρόκειται
ωστόσο για το ιδιοφυές χαρακτηριστικό αυτής της κοινωνίας, της οποίας οι
ηγέτες βρήκαν τρόπο, όπως στην περίπτωση των ψηστών των ψαριών, να
διασφαλίσουν ότι η οργή θα κατευθύνεται άμεσα και με ακρίβεια κατά
εκείνων των οποίων οι πράξεις έχουν νόημα. Για παράδειγμα, στην κοινωνία
μας, φαίνεται να υπάρχει ένας κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο όσο
περισσότερο μια εργασία ωφελεί ξεκάθαρα τους άλλους, τόσο λιγότερο θα
πληρώνεται. Και πάλι, ένα αντικειμενικό μέτρο είναι δύσκολο να βρεθεί,
αλλά ένας εύκολος τρόπος για να διαμορφώσουμε μία ιδέα είναι να
αναρωτηθούμε: τι θα συνέβαινε εάν εξαφανιζόταν αυτή η τάξη των
εργαζομένων; Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κανείς για τις νοσοκόμες,
τους σκουπιδιάριδες ή τους μηχανικούς, αν εξαφανίζονταν, οι συνέπειες θα
ήταν άμεσες και καταστροφικές. Ένας κόσμος χωρίς δασκάλους ή εργάτες θα
γινόταν σύντομα προβληματικός, και ακόμη και ένας κόσμος χωρίς
συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας ή μουσικούς ska θα ήταν σαφώς ένας
λιγότερο ενδιαφέρων κόσμος. Από την άλλη πλευρά, είναι δύσκολο να
γνωρίζουμε πώς θα αντιδρούσε η ανθρωπότητα αν εξαφανίζονταν οι γενικοί
διευθυντές, οι λομπίστες, οι ερευνητές δημοσίων σχέσεων, οι τηλεπωλητές,
οι κλητήρες ή οι νομικοί σύμβουλοι (πολλοί πιστεύουν ότι θα τα πήγαινε
πολύ καλύτερα). Ωστόσο, εκτός από λίγες εξαιρέσεις που προβάλλονται
σκοπίμως (οι γιατροί), ο κανόνας φαίνεται εκπληκτικά έγκυρος.
Με ακόμη πιο διεστραμμένο τρόπο, φαίνεται πως υπάρχει μία συναίνεση
σχετικά με τα πράγματα που πρέπει να παραμείνουν όπως έχουν. Αυτό είναι
ένα από τα μυστικά δυνατά σημεία του δεξιού λαϊκισμού. Μπορείτε να το
δείτε όταν τα ταμπλόιντ επιτίθενται στους εργαζόμενους που παραλύουν το
μετρό του Λονδίνου κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων που οδηγούν σε
σύγκρουση: το γεγονός ότι αυτοί οι εργαζόμενοι μπορούν να παραλύσουν το
μετρό δείχνει ότι η δουλειά τους είναι απαραίτητη, αλλά αυτό ακριβώς
είναι που φαίνεται να ενοχλεί. Το βλέπουμε ακόμη πιο καθαρά στις
Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι Ρεπουμπλικανοί κατάφεραν να κινητοποιήσουν
τον κόσμο εναντίον των εκπαιδευτικών ή των εργαζομένων στην
αυτοκινητοβιομηχανία (και όχι εναντίον των διευθυντών των σχολείων ή των
υπεύθυνων της αυτοκινητοβιομηχανίας, που ήταν και η αιτία του
προβλήματος) εξαιτίας των υποτιθέμενων διογκωμένων μισθών και των
ασύλληπτων παροχών τους. Είναι περίπου σαν να τους λένε "μα εσείς
μπορείτε να διδάξετε τα παιδιά! Ή να φτιάξετε αυτοκίνητα! Εσείς έχετε
τις πραγματικές δουλειές! Κι αυτό δεν σας φτάνει, έχετε και το θράσος να
ζητάτε συντάξεις μεσαίας κατηγορίας και την κοινωνική ασφάλεια;"
"Αν κάποιος είχε επινοήσει ένα εργασιακό καθεστώς με στόχο τη διαιώνιση
της δύναμης του χρηματιστικού κεφαλαίου, δεν θα μπορούσε εύκολα να
καταφέρει κάτι καλύτερο. Οι πραγματικοί παραγωγικοί εργαζόμενοι
συντρίβονται συνεχώς και υφίστανται εκμετάλλευση. Οι υπόλοιποι
χωρίζονται σε δύο ομάδες, ένα στρώμα ανέργων που διαπομπεύονται παντού,
και ένα μεγαλύτερο στρώμα ανθρώπων που πληρώνονται ουσιαστικά για να μην
κάνουν τίποτα, σε θέσεις σχεδιασμένες για να ταυτίζονται με τις
προοπτικές και τις ευαισθησίες της άρχουσας τάξης (διευθυντές,
διαχειριστές, κ.λπ.), ιδιαίτερα στην χρηματιστική της εκδοχή, οι οποίες
ωστόσο τροφοδοτούν ταυτόχρονα μία δυσαρέσκεια προς όλους εκείνους των
οποίων η εργασία κατέχει μία σαφή και αναμφισβήτητη κοινωνική αξία.
Προφανώς, το σύστημα δεν επινοήθηκε ποτέ συνειδητά. Αναδύθηκε μέσα από
έναν αιώνα, σχεδόν, προσπαθειών και αποτυχιών. Αυτή είναι η μόνη εξήγηση
που μπορεί να δοθεί για το γεγονός ότι, παρά τις τεχνολογικές μας
δυνατότητες, δεν εργαζόμαστε 3 με 4 ώρες την ημέρα.
Μετάφραση του άρθρου "On the Phenomenon of Bullshit Jobs", που
δημοσιεύτηκε στο σάιτ του περιοδικού Strike ! (17 Αυγούστου 2013).
Μτφ. Σ.Σ. Πηγή:
www.lifo.grΟμιλία του David
Graeber στο Φεστιβάλ της CNT (Confédération nationale du travail)
*
Το 1930, ο John Maynard Keynes είχε προβλέψει ότι, μέχρι το τέλος του
αιώνα, οι τεχνολογίες θα είχαν προχωρήσει αρκετά ώστε χώρες όπως το
Ηνωμένο Βασίλειο ή οι ΗΠΑ να μπορούν να εφαρμόσουν μία 15ωρη εβδομάδα
εργασίας. Όλα δείχνουν ότι είχε δίκιο. Με τεχνολογικούς όρους, είμαστε
απόλυτα σε θέση να το κάνουμε. Και όμως δεν συνέβη. Αντίθετα, η
τεχνολογία επιστρατεύτηκε με σκοπό να βρεθούν τρόποι για να μας κάνει να
εργαζόμαστε περισσότερο. Χρειάστηκε γι' αυτό να δημιουργηθούν θέσεις
εργασίας που ήταν στην πραγματικότητα άχρηστες. Ολόκληροι πληθυσμοί,
ειδικά στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, περνούν όλη την επαγγελματική
τους ζωή εκτελώντας εργασίες για τις οποίες πιστεύουν ενδόμυχα πως δεν
υπάρχει νόημα για να γίνονται. Το ηθικό και πνευματικό κόστος που γεννά
αυτή η κατάσταση είναι μεγάλο. Είναι μια ουλή στη συλλογική μας ψυχή.
Και όμως κανείς δεν μιλά γι' αυτό.
Γιατί η ουτοπία που υποσχέθηκε ο Keynes - και για την οποία υπήρχε ακόμη
μεγάλη προσμονή στη δεκαετία του 1960 - δεν υλοποιήθηκε ποτέ; Η τυπική
απάντηση σήμερα είναι ότι δεν έλαβε υπόψη τη μαζική αύξηση του
καταναλωτισμού. Ανάμεσα στις λιγότερες ώρες εργασίας και τα περισσότερα
παιχνίδια και διασκεδάσεις, φαίνεται να επιλέξαμε συλλογικά τη δεύτερη
εναλλακτική λύση. Αυτό είναι ένα όμορφο ηθικό μύθο, μόνο που, αν το
αναλύσουμε, έστω και για λίγο, καταλαβαίνουμε ότι δεν αληθεύει. Ναι,
υπήρξαμε μάρτυρες της δημιουργίας μιας μεγάλης ποικιλίας θέσεων εργασίας
και βιομηχανιών από τη δεκαετία του 1920 και μετά, αλλά πολύ λίγες από
αυτές σχετίζονται με την παραγωγή και τη διανομή σούσι, iPhone ή
φανταχτερών sneakers.
Ποιές είναι ακριβώς αυτές οι νέες θέσεις εργασίας; Μία πρόσφατη έκθεση
που συγκρίνει την απασχόληση στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ 1910 και
2000 μας δίνει μια σαφή εικόνα (θα πρέπει να σημειωθεί παρεμπιπτόντως
ότι μια παρόμοια έκθεση συντάχθηκε για την απασχόληση στο Ηνωμένο
Βασίλειο). Κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, ο αριθμός των
εργαζομένων που απασχολούνταν στη βιομηχανία ή τη γεωργία μειώθηκε
σημαντικά. Ταυτόχρονα, οι θέσεις εργασίας "επαγγελματιών, διαχειριστών,
διευθυντών, πωλητών και υπαλλήλων στον κλάδο των υπηρεσιών"
τριπλασιάστηκαν, περνώντας "από το ένα τέταρτο στα τρία τέταρτα του
συνόλου των εργαζομένων". Με άλλα λόγια, τα παραγωγικά επαγγέλματα, όπως
προβλεπόταν, μπόρεσαν σε μεγάλο βαθμό να αυτοματοποιηθούν (ακόμα κι αν
προσμετρώνται οι βιομηχανικοί εργάτες στην Ινδία και την Κίνα, αυτός ο
τύπος εργαζομένων δεν αντιπροσωπεύει ένα τόσο μεγάλο ποσοστό όσο πριν).
Αλλά αντί να οδηγηθούμε σε μια μαζική μείωση των ωρών εργασίας που θα
απελευθέρωνε τον παγκόσμιο πληθυσμό και θα του επέτρεπε να αφιερωθεί στα
δικά του σχέδια, οράματα, απολαύσεις και ιδέες, παρατηρήσαμε αντιθέτως
την διόγκωση, όχι μόνο των κλάδων "υπηρεσιών", αλλά και του διοικητικού
τομέα, καθώς και την δημιουργία νέων κλάδων όπως οι χρηματιστικές
υπηρεσίες, το τηλεμάρκετινγκ, ή την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη τομέων
όπως το εταιρικό δίκαιο, οι πανεπιστημιακές και υγειονομικές διοικήσεις,
οι ανθρώπινοι πόροι ή ακόμα και οι δημόσιες σχέσεις. Και αυτά τα
στοιχεία δεν λαμβάνουν υπόψη όλους εκείνους που παρέχουν διοικητική,
τεχνική υποστήριξη ή υπηρεσίες ασφαλείας σε όλους αυτούς τους κλάδους,
αν όχι και σε όλες τις άλλες βοηθητικές υπηρεσίες που συνδέονται με
αυτούς (οι καλλωπιστές σκύλων, οι διανομείς πίτσας που είναι ανοιχτοί
όλη τη νύχτα ) και που υπάρχουν μόνο επειδή όλοι οι άλλοι ξοδεύουν το
μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους δουλεύοντας για τους πρώτους.
Αυτό προτίθεμαι να ονομάσω "ηλίθια επαγγέλματα"
Είναι σαν κάποιος να επινοεί περιττές δουλειές, απλά για να συνεχίζει να
μας κάνει όλους να δουλεύουμε. Και εδώ βρίσκεται όλο το μυστήριο. Σε
ένα καπιταλιστικό σύστημα, είναι αυτό ακριβώς που υποτίθεται ότι δεν
πρέπει να συμβαίνει. Στα παλιά και αναποτελεσματικά σοσιαλιστικά κράτη,
όπως η ΕΣΣΔ, όπου η απασχόληση θεωρήθηκε δικαίωμα και ιερό καθήκον, το
σύστημα δημιουργούσε όσες θέσεις εργασίας χρειαζόταν (αυτός είναι ένας
από τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να υπάρχουν τρία άτομα στα
σούπερ μάρκετ για να σου σερβίρουν ένα κομμάτι κρέας). Φυσικά, αυτό
ακριβώς είναι το είδος του προβλήματος που υποτίθεται ότι θα λύσει ο
ανταγωνισμός της αγοράς. Σύμφωνα με τις οικονομικές θεωρίες, πάντως, το
τελευταίο πράγμα που θα έκανε μία εταιρεία που αναζητά το κέρδος θα ήταν
να δώσει χρήματα σε υπαλλήλους που δεν θα έπρεπε να πληρώνει. Ωστόσο,
αυτό είναι που συμβαίνει κατά κάποιον τρόπο.
Ενώ οι εταιρείες προχωρούν σε αλύπητες εκστρατείες μείωσης εξόδων, οι
απολύσεις αυτές αγγίζουν κυρίως την τάξη των ανθρώπων που παράγουν,
μετακινούν, επισκευάζουν ή συντηρούν πράγματα· ενώ μέσα από μια παράξενη
αλχημεία που κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει, ο αριθμός των "γραφιάδων"
φαίνεται να διογκώνεται και να καταλήγουν όλο και περισσότεροι
υπάλληλοι, όπως οι εργαζόμενοι της πρώην ΕΣΣΔ, να δουλεύουν 40 ή 50 ώρες
την εβδομάδα, αλλά με ένα πραγματικά οφέλημο χρόνο εργασίας 15 ωρών,
ακριβώς όπως το προέβλεπε ο Keynes, καθώς ο υπόλοιπος χρόνος τους
συνίσταται στο να διοργανώνουν ή να συμμετέχουν σε παρακινητικά
σεμινάρια, να ενημερώνουν το προφίλ τους στο Facebook ή να κατεβάζουν
τηλεοπτικές σειρές.
Η απάντηση προφανώς δεν είναι οικονομική: είναι ηθική και πολιτική. Η
άρχουσα τάξη κατάλαβε ότι ένας ευτυχισμένος, παραγωγικός πληθυσμός που
διαθέτει ελεύθερο χρόνο, είναι ένας θανατηφόρος κίνδυνος (σκεφτείτε τι
συνέβη όταν άρχισε αυτό να υλοποιείται στη δεκαετία του 1960). Και, από
την άλλη πλευρά, η αίσθηση ότι η δουλειά είναι εγγενής ηθική αξία, που
σημαίνει ότι όποιος αρνείται να υποταχθεί σε μια έντονη εργασία στη
διάρκεια της μέρας του δεν αξίζει τίποτα, είναι εξαιρετικά βολική γι'
αυτούς.
Στο παρελθόν, λαμβάνοντας υπόψη την φαινομενικά άπειρη αύξηση των
διοικητικών ευθυνών στα βρετανικά ακαδημαϊκά τμήματα, συνήγαγα μια
πιθανή όψη της κόλασης. Η κόλαση είναι μια ομάδα ανθρώπων που περνούν
τον περισσότερο χρόνο τους κάνοντας πράγματα που δεν τους αρέσουν και
για τα οποία δεν είναι ιδιαίτερα καλοί. Ας πούμε ότι προσλήφθηκαν επειδή
ήταν πολύ καλοί ξυλουργοί, κι ότι στη συνέχεια ανακαλύπτουν ότι πρέπει
να περνούν πολύ χρόνο με το να ψήνουν ψάρια. Η εκτέλεση αυτής της
εργασίας δεν είναι απαραίτητη, αλλά τουλάχιστον υπάρχει μία πολύ
περιορισμένη ποσότητα ψαριών για μαγείρεμα. Και όμως όλοι γίνονται
εντελώς εμμονικοί με το γεγονός ότι ορισμένοι από τους συναδέλφους τους
μπορεί να ξοδεύουν περισσότερο χρόνο κάνοντας ξυλουργικές εργασίες χωρίς
να συνεισφέρουν ισότιμα στο τηγάνισμα ψαριών και, πολύ γρήγορα, σωροί
ολόκληροι κακομαγειρεμένων και άχρηστων ψαριών εισβάλλουν στο
ξυλουργείο, ενώ το ψήσιμο των ψαριών έχει γίνει πλέον η κύρια
δραστηριότητα.
Πιστεύω ότι πρόκειται για μία ακριβή περιγραφή της ηθικής δυναμικής της
οικονομίας μας.
Συνειδητοποιώ όμως τώρα ότι ένα τέτοιο επιχείρημα θα εγείρει αμέσως
αντιρρήσεις: "Ποιος είστε εσείς για να καθορίσετε ποιές θέσεις εργασίας
είναι πραγματικά "απαραίτητες "; Αλλά και τι σημαίνει "απαραίτητο";
Είστε καθηγητής ανθρωπολογίας, ποιός το "χρειάζεται" αυτό; " (και είναι
αλήθεια ότι πολλοί αναγνώστες των ταμπλόιντ μπορεί να θεωρήσουν τη
δουλειά μου ως το καλύτερο παράδειγμα του περιττού). Και από μία άποψη,
αυτό πράγματι ισχύει. Δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενικό μέτρο της
κοινωνικής αξίας.
Δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μου να πω σε κάποιον που πιστεύει ότι η
συμβολή του στον κόσμο είναι σημαντική ότι αυτό δεν ισχύει. Τι γίνεται
όμως με τους ανθρώπους που είναι πεπεισμένοι ότι η δουλειά τους δεν έχει
νόημα; Πριν από λίγο καιρό, ξαναβρέθηκα με έναν παιδικό φίλο που είχα
να δω από τότε που ήμουν 12 ετών. Έμεινα έκπληκτος όταν έμαθα ότι
αργότερα είχε γίνει αρχικά ποιητής και μετά τραγουδιστής σε ανεξάρτητο
ροκ συγκρότημα. Είχα ακούσει μερικά από τα τραγούδια του στο ραδιόφωνο,
χωρίς να γνωρίζω ότι ήταν κάποιος που ήξερα. Είχε σαφώς μια λάμψη, ήταν
καινοτόμος και το έργο του είχε αναμφίβολα φωτίσει και βελτιώσει τη ζωή
ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη. Ωστόσο, μετά από λίγα ανεπιτυχή άλμπουμ,
έχασε το συμβόλαιό του, καταχρεώθηκε, κι επειδή έπρεπε να φροντίζει ένα
μικρό παιδί, κατέληξε, όπως λέει ο ίδιος "να επιλέξει, ελλείψει άλλης
λύσης, όπως πολλοί αποπροσανατολισμένοι άνθρωποι: τη Νομική Σχολή ".
Είναι πλέον δικηγόρος επιχειρήσεων και εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία
της Νέας Υόρκης. Πρώτος αυτός παραδέχτηκε ότι η δουλειά του δεν έχει
κανένα νόημα, δεν συμβάλει σε τίποτα στον κόσμο και, κατά τη γνώμη του,
δεν θα έπρεπε πραγματικά να υπάρχει.
Μπορούμε, έτσι, να θέσουμε πολλά ερωτήματα, ξεκινώντας από το ακόλουθο:
τι μας μαθαίνει αυτό για την κοινωνία μας, αυτή η εξαιρετικά
περιορισμένη ζήτηση για ταλαντούχους μουσικούς-ποιητές και αυτή η
φαινομενικά απεριόριστη ζήτηση για δικηγόρους που ειδικεύονται στο
εταιρικό δίκαιο; (Απάντηση: εάν το 1% του πληθυσμού ελέγχει το
μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου πλούτου, αυτό που αποκαλούμε "αγορά"
εξυπηρετεί μόνο αυτό που οι ίδιοι - και κανένας άλλος - κρίνουν χρήσιμο ή
σημαντικό). Αλλά, επί πλέον, αυτό δείχνει ότι οι περισσότεροι υπάλληλοι
το ξέρουν. Στην πραγματικότητα, δεν νομίζω ότι έχω γνωρίσει ούτε έναν
εταιρικό δικηγόρο που να μην πιστεύει ότι η δουλειά του είναι ηλίθια. Το
ίδιο ισχύει για όλους τους νέους κλάδους που αναφέρονται πιο πάνω.
Υπάρχει μια ολόκληρη τάξη επαγγελματιών οι οποίοι, αν τους συναντούσατε
σε ένα πάρτι και τους λέγατε ότι ασχολείστε με κάτι ενδιαφέρον (την
ανθρωπολογία, για παράδειγμα), θα έκαναν τα πάντα για να αποφύγουν τη
συζήτηση γύρω από τη δουλειά τους. Μετά από μερικά ποτά, θα μπορούσαν
βέβαια να παρασυρθούν και να βγάλουν ένα λογύδριο σχετικά με το πόσο
ηλίθια και αδιάφορη είναι η δουλειά τους.
Υπάρχει εδώ μία βαθιά ψυχολογική βία. Πώς θα μπορούσαμε έστω και να
ξεκινήσουμε να μιλάμε για αξιοπρέπεια στην εργασία, όταν νιώθουμε ότι η
δουλειά μας δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει; Πώς γίνεται αυτή η κατάσταση
να μην δημιουργεί ένα βαθύ αίσθημα οργής και δυσαρέσκειας; Πρόκειται
ωστόσο για το ιδιοφυές χαρακτηριστικό αυτής της κοινωνίας, της οποίας οι
ηγέτες βρήκαν τρόπο, όπως στην περίπτωση των ψηστών των ψαριών, να
διασφαλίσουν ότι η οργή θα κατευθύνεται άμεσα και με ακρίβεια κατά
εκείνων των οποίων οι πράξεις έχουν νόημα. Για παράδειγμα, στην κοινωνία
μας, φαίνεται να υπάρχει ένας κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο όσο
περισσότερο μια εργασία ωφελεί ξεκάθαρα τους άλλους, τόσο λιγότερο θα
πληρώνεται. Και πάλι, ένα αντικειμενικό μέτρο είναι δύσκολο να βρεθεί,
αλλά ένας εύκολος τρόπος για να διαμορφώσουμε μία ιδέα είναι να
αναρωτηθούμε: τι θα συνέβαινε εάν εξαφανιζόταν αυτή η τάξη των
εργαζομένων; Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κανείς για τις νοσοκόμες,
τους σκουπιδιάριδες ή τους μηχανικούς, αν εξαφανίζονταν, οι συνέπειες θα
ήταν άμεσες και καταστροφικές. Ένας κόσμος χωρίς δασκάλους ή εργάτες θα
γινόταν σύντομα προβληματικός, και ακόμη και ένας κόσμος χωρίς
συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας ή μουσικούς ska θα ήταν σαφώς ένας
λιγότερο ενδιαφέρων κόσμος. Από την άλλη πλευρά, είναι δύσκολο να
γνωρίζουμε πώς θα αντιδρούσε η ανθρωπότητα αν εξαφανίζονταν οι γενικοί
διευθυντές, οι λομπίστες, οι ερευνητές δημοσίων σχέσεων, οι τηλεπωλητές,
οι κλητήρες ή οι νομικοί σύμβουλοι (πολλοί πιστεύουν ότι θα τα πήγαινε
πολύ καλύτερα). Ωστόσο, εκτός από λίγες εξαιρέσεις που προβάλλονται
σκοπίμως (οι γιατροί), ο κανόνας φαίνεται εκπληκτικά έγκυρος.
Με ακόμη πιο διεστραμμένο τρόπο, φαίνεται πως υπάρχει μία συναίνεση
σχετικά με τα πράγματα που πρέπει να παραμείνουν όπως έχουν. Αυτό είναι
ένα από τα μυστικά δυνατά σημεία του δεξιού λαϊκισμού. Μπορείτε να το
δείτε όταν τα ταμπλόιντ επιτίθενται στους εργαζόμενους που παραλύουν το
μετρό του Λονδίνου κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων που οδηγούν σε
σύγκρουση: το γεγονός ότι αυτοί οι εργαζόμενοι μπορούν να παραλύσουν το
μετρό δείχνει ότι η δουλειά τους είναι απαραίτητη, αλλά αυτό ακριβώς
είναι που φαίνεται να ενοχλεί. Το βλέπουμε ακόμη πιο καθαρά στις
Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι Ρεπουμπλικανοί κατάφεραν να κινητοποιήσουν
τον κόσμο εναντίον των εκπαιδευτικών ή των εργαζομένων στην
αυτοκινητοβιομηχανία (και όχι εναντίον των διευθυντών των σχολείων ή των
υπεύθυνων της αυτοκινητοβιομηχανίας, που ήταν και η αιτία του
προβλήματος) εξαιτίας των υποτιθέμενων διογκωμένων μισθών και των
ασύλληπτων παροχών τους. Είναι περίπου σαν να τους λένε "μα εσείς
μπορείτε να διδάξετε τα παιδιά! Ή να φτιάξετε αυτοκίνητα! Εσείς έχετε
τις πραγματικές δουλειές! Κι αυτό δεν σας φτάνει, έχετε και το θράσος να
ζητάτε συντάξεις μεσαίας κατηγορίας και την κοινωνική ασφάλεια;"
"Αν κάποιος είχε επινοήσει ένα εργασιακό καθεστώς με στόχο τη διαιώνιση
της δύναμης του χρηματιστικού κεφαλαίου, δεν θα μπορούσε εύκολα να
καταφέρει κάτι καλύτερο. Οι πραγματικοί παραγωγικοί εργαζόμενοι
συντρίβονται συνεχώς και υφίστανται εκμετάλλευση. Οι υπόλοιποι
χωρίζονται σε δύο ομάδες, ένα στρώμα ανέργων που διαπομπεύονται παντού,
και ένα μεγαλύτερο στρώμα ανθρώπων που πληρώνονται ουσιαστικά για να μην
κάνουν τίποτα, σε θέσεις σχεδιασμένες για να ταυτίζονται με τις
προοπτικές και τις ευαισθησίες της άρχουσας τάξης (διευθυντές,
διαχειριστές, κ.λπ.), ιδιαίτερα στην χρηματιστική της εκδοχή, οι οποίες
ωστόσο τροφοδοτούν ταυτόχρονα μία δυσαρέσκεια προς όλους εκείνους των
οποίων η εργασία κατέχει μία σαφή και αναμφισβήτητη κοινωνική αξία.
Προφανώς, το σύστημα δεν επινοήθηκε ποτέ συνειδητά. Αναδύθηκε μέσα από
έναν αιώνα, σχεδόν, προσπαθειών και αποτυχιών. Αυτή είναι η μόνη εξήγηση
που μπορεί να δοθεί για το γεγονός ότι, παρά τις τεχνολογικές μας
δυνατότητες, δεν εργαζόμαστε 3 με 4 ώρες την ημέρα.
Μετάφραση του άρθρου "On the Phenomenon of Bullshit Jobs", που
δημοσιεύτηκε στο σάιτ του περιοδικού Strike ! (17 Αυγούστου 2013).
Μτφ. Σ.Σ. Πηγή:
www.lifo.grΟμιλία του David
Graeber στο Φεστιβάλ της CNT (Confédération nationale du travail)
*
Το 1930, ο John Maynard Keynes είχε προβλέψει ότι, μέχρι το τέλος του
αιώνα, οι τεχνολογίες θα είχαν προχωρήσει αρκετά ώστε χώρες όπως το
Ηνωμένο Βασίλειο ή οι ΗΠΑ να μπορούν να εφαρμόσουν μία 15ωρη εβδομάδα
εργασίας. Όλα δείχνουν ότι είχε δίκιο. Με τεχνολογικούς όρους, είμαστε
απόλυτα σε θέση να το κάνουμε. Και όμως δεν συνέβη. Αντίθετα, η
τεχνολογία επιστρατεύτηκε με σκοπό να βρεθούν τρόποι για να μας κάνει να
εργαζόμαστε περισσότερο. Χρειάστηκε γι' αυτό να δημιουργηθούν θέσεις
εργασίας που ήταν στην πραγματικότητα άχρηστες. Ολόκληροι πληθυσμοί,
ειδικά στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, περνούν όλη την επαγγελματική
τους ζωή εκτελώντας εργασίες για τις οποίες πιστεύουν ενδόμυχα πως δεν
υπάρχει νόημα για να γίνονται. Το ηθικό και πνευματικό κόστος που γεννά
αυτή η κατάσταση είναι μεγάλο. Είναι μια ουλή στη συλλογική μας ψυχή.
Και όμως κανείς δεν μιλά γι' αυτό.
Γιατί η ουτοπία που υποσχέθηκε ο Keynes - και για την οποία υπήρχε ακόμη
μεγάλη προσμονή στη δεκαετία του 1960 - δεν υλοποιήθηκε ποτέ; Η τυπική
απάντηση σήμερα είναι ότι δεν έλαβε υπόψη τη μαζική αύξηση του
καταναλωτισμού. Ανάμεσα στις λιγότερες ώρες εργασίας και τα περισσότερα
παιχνίδια και διασκεδάσεις, φαίνεται να επιλέξαμε συλλογικά τη δεύτερη
εναλλακτική λύση. Αυτό είναι ένα όμορφο ηθικό μύθο, μόνο που, αν το
αναλύσουμε, έστω και για λίγο, καταλαβαίνουμε ότι δεν αληθεύει. Ναι,
υπήρξαμε μάρτυρες της δημιουργίας μιας μεγάλης ποικιλίας θέσεων εργασίας
και βιομηχανιών από τη δεκαετία του 1920 και μετά, αλλά πολύ λίγες από
αυτές σχετίζονται με την παραγωγή και τη διανομή σούσι, iPhone ή
φανταχτερών sneakers.
Ποιές είναι ακριβώς αυτές οι νέες θέσεις εργασίας; Μία πρόσφατη έκθεση
που συγκρίνει την απασχόληση στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ 1910 και
2000 μας δίνει μια σαφή εικόνα (θα πρέπει να σημειωθεί παρεμπιπτόντως
ότι μια παρόμοια έκθεση συντάχθηκε για την απασχόληση στο Ηνωμένο
Βασίλειο). Κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, ο αριθμός των
εργαζομένων που απασχολούνταν στη βιομηχανία ή τη γεωργία μειώθηκε
σημαντικά. Ταυτόχρονα, οι θέσεις εργασίας "επαγγελματιών, διαχειριστών,
διευθυντών, πωλητών και υπαλλήλων στον κλάδο των υπηρεσιών"
τριπλασιάστηκαν, περνώντας "από το ένα τέταρτο στα τρία τέταρτα του
συνόλου των εργαζομένων". Με άλλα λόγια, τα παραγωγικά επαγγέλματα, όπως
προβλεπόταν, μπόρεσαν σε μεγάλο βαθμό να αυτοματοποιηθούν (ακόμα κι αν
προσμετρώνται οι βιομηχανικοί εργάτες στην Ινδία και την Κίνα, αυτός ο
τύπος εργαζομένων δεν αντιπροσωπεύει ένα τόσο μεγάλο ποσοστό όσο πριν).
Αλλά αντί να οδηγηθούμε σε μια μαζική μείωση των ωρών εργασίας που θα
απελευθέρωνε τον παγκόσμιο πληθυσμό και θα του επέτρεπε να αφιερωθεί στα
δικά του σχέδια, οράματα, απολαύσεις και ιδέες, παρατηρήσαμε αντιθέτως
την διόγκωση, όχι μόνο των κλάδων "υπηρεσιών", αλλά και του διοικητικού
τομέα, καθώς και την δημιουργία νέων κλάδων όπως οι χρηματιστικές
υπηρεσίες, το τηλεμάρκετινγκ, ή την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη τομέων
όπως το εταιρικό δίκαιο, οι πανεπιστημιακές και υγειονομικές διοικήσεις,
οι ανθρώπινοι πόροι ή ακόμα και οι δημόσιες σχέσεις. Και αυτά τα
στοιχεία δεν λαμβάνουν υπόψη όλους εκείνους που παρέχουν διοικητική,
τεχνική υποστήριξη ή υπηρεσίες ασφαλείας σε όλους αυτούς τους κλάδους,
αν όχι και σε όλες τις άλλες βοηθητικές υπηρεσίες που συνδέονται με
αυτούς (οι καλλωπιστές σκύλων, οι διανομείς πίτσας που είναι ανοιχτοί
όλη τη νύχτα ) και που υπάρχουν μόνο επειδή όλοι οι άλλοι ξοδεύουν το
μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους δουλεύοντας για τους πρώτους.
Αυτό προτίθεμαι να ονομάσω "ηλίθια επαγγέλματα"
Είναι σαν κάποιος να επινοεί περιττές δουλειές, απλά για να συνεχίζει να
μας κάνει όλους να δουλεύουμε. Και εδώ βρίσκεται όλο το μυστήριο. Σε
ένα καπιταλιστικό σύστημα, είναι αυτό ακριβώς που υποτίθεται ότι δεν
πρέπει να συμβαίνει. Στα παλιά και αναποτελεσματικά σοσιαλιστικά κράτη,
όπως η ΕΣΣΔ, όπου η απασχόληση θεωρήθηκε δικαίωμα και ιερό καθήκον, το
σύστημα δημιουργούσε όσες θέσεις εργασίας χρειαζόταν (αυτός είναι ένας
από τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να υπάρχουν τρία άτομα στα
σούπερ μάρκετ για να σου σερβίρουν ένα κομμάτι κρέας). Φυσικά, αυτό
ακριβώς είναι το είδος του προβλήματος που υποτίθεται ότι θα λύσει ο
ανταγωνισμός της αγοράς. Σύμφωνα με τις οικονομικές θεωρίες, πάντως, το
τελευταίο πράγμα που θα έκανε μία εταιρεία που αναζητά το κέρδος θα ήταν
να δώσει χρήματα σε υπαλλήλους που δεν θα έπρεπε να πληρώνει. Ωστόσο,
αυτό είναι που συμβαίνει κατά κάποιον τρόπο.
Ενώ οι εταιρείες προχωρούν σε αλύπητες εκστρατείες μείωσης εξόδων, οι
απολύσεις αυτές αγγίζουν κυρίως την τάξη των ανθρώπων που παράγουν,
μετακινούν, επισκευάζουν ή συντηρούν πράγματα· ενώ μέσα από μια παράξενη
αλχημεία που κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει, ο αριθμός των "γραφιάδων"
φαίνεται να διογκώνεται και να καταλήγουν όλο και περισσότεροι
υπάλληλοι, όπως οι εργαζόμενοι της πρώην ΕΣΣΔ, να δουλεύουν 40 ή 50 ώρες
την εβδομάδα, αλλά με ένα πραγματικά οφέλημο χρόνο εργασίας 15 ωρών,
ακριβώς όπως το προέβλεπε ο Keynes, καθώς ο υπόλοιπος χρόνος τους
συνίσταται στο να διοργανώνουν ή να συμμετέχουν σε παρακινητικά
σεμινάρια, να ενημερώνουν το προφίλ τους στο Facebook ή να κατεβάζουν
τηλεοπτικές σειρές.
Η απάντηση προφανώς δεν είναι οικονομική: είναι ηθική και πολιτική. Η
άρχουσα τάξη κατάλαβε ότι ένας ευτυχισμένος, παραγωγικός πληθυσμός που
διαθέτει ελεύθερο χρόνο, είναι ένας θανατηφόρος κίνδυνος (σκεφτείτε τι
συνέβη όταν άρχισε αυτό να υλοποιείται στη δεκαετία του 1960). Και, από
την άλλη πλευρά, η αίσθηση ότι η δουλειά είναι εγγενής ηθική αξία, που
σημαίνει ότι όποιος αρνείται να υποταχθεί σε μια έντονη εργασία στη
διάρκεια της μέρας του δεν αξίζει τίποτα, είναι εξαιρετικά βολική γι'
αυτούς.
Στο παρελθόν, λαμβάνοντας υπόψη την φαινομενικά άπειρη αύξηση των
διοικητικών ευθυνών στα βρετανικά ακαδημαϊκά τμήματα, συνήγαγα μια
πιθανή όψη της κόλασης. Η κόλαση είναι μια ομάδα ανθρώπων που περνούν
τον περισσότερο χρόνο τους κάνοντας πράγματα που δεν τους αρέσουν και
για τα οποία δεν είναι ιδιαίτερα καλοί. Ας πούμε ότι προσλήφθηκαν επειδή
ήταν πολύ καλοί ξυλουργοί, κι ότι στη συνέχεια ανακαλύπτουν ότι πρέπει
να περνούν πολύ χρόνο με το να ψήνουν ψάρια. Η εκτέλεση αυτής της
εργασίας δεν είναι απαραίτητη, αλλά τουλάχιστον υπάρχει μία πολύ
περιορισμένη ποσότητα ψαριών για μαγείρεμα. Και όμως όλοι γίνονται
εντελώς εμμονικοί με το γεγονός ότι ορισμένοι από τους συναδέλφους τους
μπορεί να ξοδεύουν περισσότερο χρόνο κάνοντας ξυλουργικές εργασίες χωρίς
να συνεισφέρουν ισότιμα στο τηγάνισμα ψαριών και, πολύ γρήγορα, σωροί
ολόκληροι κακομαγειρεμένων και άχρηστων ψαριών εισβάλλουν στο
ξυλουργείο, ενώ το ψήσιμο των ψαριών έχει γίνει πλέον η κύρια
δραστηριότητα.
Πιστεύω ότι πρόκειται για μία ακριβή περιγραφή της ηθικής δυναμικής της
οικονομίας μας.
Συνειδητοποιώ όμως τώρα ότι ένα τέτοιο επιχείρημα θα εγείρει αμέσως
αντιρρήσεις: "Ποιος είστε εσείς για να καθορίσετε ποιές θέσεις εργασίας
είναι πραγματικά "απαραίτητες "; Αλλά και τι σημαίνει "απαραίτητο";
Είστε καθηγητής ανθρωπολογίας, ποιός το "χρειάζεται" αυτό; " (και είναι
αλήθεια ότι πολλοί αναγνώστες των ταμπλόιντ μπορεί να θεωρήσουν τη
δουλειά μου ως το καλύτερο παράδειγμα του περιττού). Και από μία άποψη,
αυτό πράγματι ισχύει. Δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενικό μέτρο της
κοινωνικής αξίας.
Δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μου να πω σε κάποιον που πιστεύει ότι η
συμβολή του στον κόσμο είναι σημαντική ότι αυτό δεν ισχύει. Τι γίνεται
όμως με τους ανθρώπους που είναι πεπεισμένοι ότι η δουλειά τους δεν έχει
νόημα; Πριν από λίγο καιρό, ξαναβρέθηκα με έναν παιδικό φίλο που είχα
να δω από τότε που ήμουν 12 ετών. Έμεινα έκπληκτος όταν έμαθα ότι
αργότερα είχε γίνει αρχικά ποιητής και μετά τραγουδιστής σε ανεξάρτητο
ροκ συγκρότημα. Είχα ακούσει μερικά από τα τραγούδια του στο ραδιόφωνο,
χωρίς να γνωρίζω ότι ήταν κάποιος που ήξερα. Είχε σαφώς μια λάμψη, ήταν
καινοτόμος και το έργο του είχε αναμφίβολα φωτίσει και βελτιώσει τη ζωή
ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη. Ωστόσο, μετά από λίγα ανεπιτυχή άλμπουμ,
έχασε το συμβόλαιό του, καταχρεώθηκε, κι επειδή έπρεπε να φροντίζει ένα
μικρό παιδί, κατέληξε, όπως λέει ο ίδιος "να επιλέξει, ελλείψει άλλης
λύσης, όπως πολλοί αποπροσανατολισμένοι άνθρωποι: τη Νομική Σχολή ".
Είναι πλέον δικηγόρος επιχειρήσεων και εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία
της Νέας Υόρκης. Πρώτος αυτός παραδέχτηκε ότι η δουλειά του δεν έχει
κανένα νόημα, δεν συμβάλει σε τίποτα στον κόσμο και, κατά τη γνώμη του,
δεν θα έπρεπε πραγματικά να υπάρχει.
Μπορούμε, έτσι, να θέσουμε πολλά ερωτήματα, ξεκινώντας από το ακόλουθο:
τι μας μαθαίνει αυτό για την κοινωνία μας, αυτή η εξαιρετικά
περιορισμένη ζήτηση για ταλαντούχους μουσικούς-ποιητές και αυτή η
φαινομενικά απεριόριστη ζήτηση για δικηγόρους που ειδικεύονται στο
εταιρικό δίκαιο; (Απάντηση: εάν το 1% του πληθυσμού ελέγχει το
μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου πλούτου, αυτό που αποκαλούμε "αγορά"
εξυπηρετεί μόνο αυτό που οι ίδιοι - και κανένας άλλος - κρίνουν χρήσιμο ή
σημαντικό). Αλλά, επί πλέον, αυτό δείχνει ότι οι περισσότεροι υπάλληλοι
το ξέρουν. Στην πραγματικότητα, δεν νομίζω ότι έχω γνωρίσει ούτε έναν
εταιρικό δικηγόρο που να μην πιστεύει ότι η δουλειά του είναι ηλίθια. Το
ίδιο ισχύει για όλους τους νέους κλάδους που αναφέρονται πιο πάνω.
Υπάρχει μια ολόκληρη τάξη επαγγελματιών οι οποίοι, αν τους συναντούσατε
σε ένα πάρτι και τους λέγατε ότι ασχολείστε με κάτι ενδιαφέρον (την
ανθρωπολογία, για παράδειγμα), θα έκαναν τα πάντα για να αποφύγουν τη
συζήτηση γύρω από τη δουλειά τους. Μετά από μερικά ποτά, θα μπορούσαν
βέβαια να παρασυρθούν και να βγάλουν ένα λογύδριο σχετικά με το πόσο
ηλίθια και αδιάφορη είναι η δουλειά τους.
Υπάρχει εδώ μία βαθιά ψυχολογική βία. Πώς θα μπορούσαμε έστω και να
ξεκινήσουμε να μιλάμε για αξιοπρέπεια στην εργασία, όταν νιώθουμε ότι η
δουλειά μας δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει; Πώς γίνεται αυτή η κατάσταση
να μην δημιουργεί ένα βαθύ αίσθημα οργής και δυσαρέσκειας; Πρόκειται
ωστόσο για το ιδιοφυές χαρακτηριστικό αυτής της κοινωνίας, της οποίας οι
ηγέτες βρήκαν τρόπο, όπως στην περίπτωση των ψηστών των ψαριών, να
διασφαλίσουν ότι η οργή θα κατευθύνεται άμεσα και με ακρίβεια κατά
εκείνων των οποίων οι πράξεις έχουν νόημα. Για παράδειγμα, στην κοινωνία
μας, φαίνεται να υπάρχει ένας κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο όσο
περισσότερο μια εργασία ωφελεί ξεκάθαρα τους άλλους, τόσο λιγότερο θα
πληρώνεται. Και πάλι, ένα αντικειμενικό μέτρο είναι δύσκολο να βρεθεί,
αλλά ένας εύκολος τρόπος για να διαμορφώσουμε μία ιδέα είναι να
αναρωτηθούμε: τι θα συνέβαινε εάν εξαφανιζόταν αυτή η τάξη των
εργαζομένων; Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κανείς για τις νοσοκόμες,
τους σκουπιδιάριδες ή τους μηχανικούς, αν εξαφανίζονταν, οι συνέπειες θα
ήταν άμεσες και καταστροφικές. Ένας κόσμος χωρίς δασκάλους ή εργάτες θα
γινόταν σύντομα προβληματικός, και ακόμη και ένας κόσμος χωρίς
συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας ή μουσικούς ska θα ήταν σαφώς ένας
λιγότερο ενδιαφέρων κόσμος. Από την άλλη πλευρά, είναι δύσκολο να
γνωρίζουμε πώς θα αντιδρούσε η ανθρωπότητα αν εξαφανίζονταν οι γενικοί
διευθυντές, οι λομπίστες, οι ερευνητές δημοσίων σχέσεων, οι τηλεπωλητές,
οι κλητήρες ή οι νομικοί σύμβουλοι (πολλοί πιστεύουν ότι θα τα πήγαινε
πολύ καλύτερα). Ωστόσο, εκτός από λίγες εξαιρέσεις που προβάλλονται
σκοπίμως (οι γιατροί), ο κανόνας φαίνεται εκπληκτικά έγκυρος.
Με ακόμη πιο διεστραμμένο τρόπο, φαίνεται πως υπάρχει μία συναίνεση
σχετικά με τα πράγματα που πρέπει να παραμείνουν όπως έχουν. Αυτό είναι
ένα από τα μυστικά δυνατά σημεία του δεξιού λαϊκισμού. Μπορείτε να το
δείτε όταν τα ταμπλόιντ επιτίθενται στους εργαζόμενους που παραλύουν το
μετρό του Λονδίνου κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων που οδηγούν σε
σύγκρουση: το γεγονός ότι αυτοί οι εργαζόμενοι μπορούν να παραλύσουν το
μετρό δείχνει ότι η δουλειά τους είναι απαραίτητη, αλλά αυτό ακριβώς
είναι που φαίνεται να ενοχλεί. Το βλέπουμε ακόμη πιο καθαρά στις
Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι Ρεπουμπλικανοί κατάφεραν να κινητοποιήσουν
τον κόσμο εναντίον των εκπαιδευτικών ή των εργαζομένων στην
αυτοκινητοβιομηχανία (και όχι εναντίον των διευθυντών των σχολείων ή των
υπεύθυνων της αυτοκινητοβιομηχανίας, που ήταν και η αιτία του
προβλήματος) εξαιτίας των υποτιθέμενων διογκωμένων μισθών και των
ασύλληπτων παροχών τους. Είναι περίπου σαν να τους λένε "μα εσείς
μπορείτε να διδάξετε τα παιδιά! Ή να φτιάξετε αυτοκίνητα! Εσείς έχετε
τις πραγματικές δουλειές! Κι αυτό δεν σας φτάνει, έχετε και το θράσος να
ζητάτε συντάξεις μεσαίας κατηγορίας και την κοινωνική ασφάλεια;"
"Αν κάποιος είχε επινοήσει ένα εργασιακό καθεστώς με στόχο τη διαιώνιση
της δύναμης του χρηματιστικού κεφαλαίου, δεν θα μπορούσε εύκολα να
καταφέρει κάτι καλύτερο. Οι πραγματικοί παραγωγικοί εργαζόμενοι
συντρίβονται συνεχώς και υφίστανται εκμετάλλευση. Οι υπόλοιποι
χωρίζονται σε δύο ομάδες, ένα στρώμα ανέργων που διαπομπεύονται παντού,
και ένα μεγαλύτερο στρώμα ανθρώπων που πληρώνονται ουσιαστικά για να μην
κάνουν τίποτα, σε θέσεις σχεδιασμένες για να ταυτίζονται με τις
προοπτικές και τις ευαισθησίες της άρχουσας τάξης (διευθυντές,
διαχειριστές, κ.λπ.), ιδιαίτερα στην χρηματιστική της εκδοχή, οι οποίες
ωστόσο τροφοδοτούν ταυτόχρονα μία δυσαρέσκεια προς όλους εκείνους των
οποίων η εργασία κατέχει μία σαφή και αναμφισβήτητη κοινωνική αξία.
Προφανώς, το σύστημα δεν επινοήθηκε ποτέ συνειδητά. Αναδύθηκε μέσα από
έναν αιώνα, σχεδόν, προσπαθειών και αποτυχιών. Αυτή είναι η μόνη εξήγηση
που μπορεί να δοθεί για το γεγονός ότι, παρά τις τεχνολογικές μας
δυνατότητες, δεν εργαζόμαστε 3 με 4 ώρες την ημέρα.
Μετάφραση του άρθρου "On the Phenomenon of Bullshit Jobs", που
δημοσιεύτηκε στο σάιτ του περιοδικού Strike ! (17 Αυγούστου 2013).
Μτφ. Σ.Σ. Πηγή:
www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου