ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
Άρθρο 53
Βελτιώσεις διατάξεων πειθαρχικού δικαίου
1. α) Η παράγραφος 4 του άρθρου 104 του ν. 3528/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Εντός τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας από την πάροδο ενός (1)
έτους από τη θέση σε αργία, το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να
γνωμοδοτήσει, ύστερα από ερώτημα του αρμόδιου διοικητικού οργάνου για τη
συνέχιση ή μη της αργίας, άλλως η αργία αίρεται. Σε κάθε περίπτωση, η
αργία αίρεται αυτοδικαίως μετά από την πάροδο διετίας από την έκδοση της
απόφασης θέσης του υπαλλήλου σε αργία.».
β) Η παράγραφος 4 του άρθρου 108 του ν. 3584/2007 (Α΄ 26) αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Εντός τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας από την πάροδο ενός (1)
έτους από τη θέση σε αργία, το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να
γνωμοδοτήσει, ύστερα από ερώτημα του αρμόδιου διοικητικού οργάνου για τη
συνέχιση ή μη της αργίας, άλλως η αργία αίρεται. Σε κάθε περίπτωση, η
αργία αίρεται αυτοδικαίως μετά από την πάροδο διετίας από την έκδοση της
απόφασης θέσης του υπαλλήλου σε αργία.».
2. α) Η παράγραφος 2 του άρθρου 105 του ν. 3528/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Στον υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας ή αναστολής άσκησης
καθηκόντων καταβάλλεται το ήμισυ των αποδοχών του. Το υπόλοιπο ή μέρος
αυτού μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν, μετά από ειδικά αιτιολογημένη απόφαση
του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον απαλλαγεί με τελεσίδικη δικαστική
απόφαση ή τιμωρηθεί με πειθαρχική ποινή κατώτερη από την οριστική παύση.
Εάν ο υπάλληλος απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή αποδειχθεί
αβάσιμη η υπόνοια για έκνομη διαχείριση, επιστρέφεται το μέρος των
αποδοχών που παρακρατήθηκε. Ειδικά στην περίπτωση αναστολής άσκησης
καθηκόντων το μέρος των αποδοχών που παρακρατήθηκε κατά τη διάρκεια
αυτής επιστρέφεται σε περίπτωση που ο υπάλληλος δεν τεθεί σε δυνητική
αργία σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 104.».
β) Η παράγραφος 2 του άρθρου 109 του ν. 3584/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Στον υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας ή αναστολής άσκησης
καθηκόντων καταβάλλεται το ήμισυ των αποδοχών του. Το υπόλοιπο ή μέρος
αυτού μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν, μετά από ειδικά αιτιολογημένη απόφαση
του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον απαλλαγεί με τελεσίδικη δικαστική
απόφαση ή τιμωρηθεί με πειθαρχική ποινή κατώτερη από την οριστική παύση.
Εάν ο υπάλληλος απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή αποδειχθεί
αβάσιμη η υπόνοια για έκνομη διαχείριση, επιστρέφεται το μέρος των
αποδοχών του που παρακρατήθηκε. Ειδικά στην περίπτωση αναστολής άσκησης
καθηκόντων το μέρος των αποδοχών που παρακρατήθηκε κατά τη διάρκεια
αυτής επιστρέφεται σε περίπτωση που ο υπάλληλος δεν τεθεί σε δυνητική
αργία σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 108.».
3. α) Η υποπερίπτωση ιη΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 107 του ν.
3528/2007 αντικαθίσταται ως εξής: «ιη) η άρνηση σύμπραξης, συνεργασίας,
χορήγησης στοιχείων ή εγγράφων κατά τη διεξαγωγή έρευνας, επιθεώρησης ή
ελέγχου από Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, τον Διοικητή της Εθνικής
Αρχής Διαφάνειας και τα ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και
Ελέγχου.».
β) Η υποπερίπτωση λβ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 107 του ν. 3528/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«λβ) Το ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 3 του ν. 3861/2010 (Α΄ 112).».
4. Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 109 του ν. 3528/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«Για τα λοιπά παραπτώματα μπορεί να επιβληθεί οποιαδήποτε πειθαρχική
ποινή με εξαίρεση την οριστική παύση, με την επιφύλαξη του τελευταίου
εδαφίου της περίπτωση η΄ της παραγράφου 1.».
5. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 114 του ν. 3528/2007, οι λέξεις «της
περίπτωσης α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 109» αντικαθίστανται από τις
λέξεις «της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 109».
6. α) Η περίπτωση δ΄ του άρθρου 116 του ν. 3528/2007 καταργείται.
β) Η περίπτωση στ΄ του άρθρου 116 του ν. 3528/2007 (Α΄ 26) αντικαθίσταται ως εξής: «ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας».
7. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 118 του ν. 3528/2007, οι λέξεις «με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 117» διαγράφονται.
8. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 118 του ν. 3528/2007 καταργείται.
9. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 118 του ν. 3528/2007 καταργείται.
10. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 120 του ν. 3528/2007 οι λέξεις «με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 117» διαγράφονται.
11. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 122 του ν. 3528/2007 ο αριθμός «8» αντικαθίσταται από τον αριθμό «9».
12. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 141 του ν. 3528/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«β) υπέρ της διοίκησης ή υπέρ του υπαλλήλου, κάθε πειθαρχικώς
προϊστάμενος, οι πρόεδροι των συλλογικών οργάνων του άρθρου 119, ο
Υπουργός, καθώς και ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας».
13.Η παράγραφος 7 του άρθρου 141 του ν. 3528/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Η ένσταση κατά των αποφάσεων των πειθαρχικώς Προϊσταμένων
κατατίθεται, με ποινή απαραδέκτου, στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο,
συντασσόμενης έκθεσης, αυτοπροσώπως ή με συστημένη αλληλογραφία. Η
ένσταση κατά αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου που έκρινε σε πρώτο
βαθμό κατατίθεται, με ποινή απαραδέκτου, σε αυτό αυτοπροσώπως ή με
συστημένη αλληλογραφία και συντάσσεται σχετική έκθεση. Το πειθαρχικό
συμβούλιο διαβιβάζει την ένσταση αμελλητί στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό
Συμβούλιο με τον πλήρη φάκελο της πειθαρχικής υπόθεσης. Η ένσταση του
Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας αποστέλλεται σε κάθε περίπτωση με
συστημένη αλληλογραφία στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο για τη σύνταξη
έκθεσης κατάθεσης. Στις περιπτώσεις αποστολής της ένστασης με συστημένη
αλληλογραφία, ως ημερομηνία κατάθεσης λογίζεται η ημερομηνία κατάθεσης
της συστημένης αλληλογραφίας στο Ταχυδρομικό Κατάστημα.».
14. Η παράγραφος 8 του άρθρου 141 του ν. 3528/2007 τροποποιείται ως εξής:
«8. Οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων που εκδίδονται μετά την 9η
Μαΐου 2013 και επιβάλλουν τις πειθαρχικές ποινές του υποβιβασμού και της
οριστικής παύσης δεν υπόκεινται σε ένσταση από τον υπάλληλο που
τιμωρήθηκε ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου αλλά σε
προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.»
15. Η παράγραφος 1 του άρθρου 142 του ν. 3528/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν οι
μόνιμοι υπάλληλοι κατά των αποφάσεων του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού
Συμβουλίου και των πειθαρχικών συμβουλίων που επιβάλλουν τις πειθαρχικές
ποινές του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσης.».
16. Η παράγραφος 3 του άρθρου 142 του ν. 3528/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει ο
Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας με αίτημα την επιβολή της
πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης και ενώπιον του Διοικητικού
Εφετείου κατά τα ειδικώς οριζόμενα στις διατάξεις περί πειθαρχικής
αρμοδιότητας του Διοικητή της Αρχής.».
17. Η παράγραφος 8 του άρθρου 146Α του ν. 3528/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Τα πειθαρχικά συμβούλια είναι υποχρεωμένα να ενημερώνουν ανά
τετράμηνο το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο για την πορεία και την
έκβαση των πειθαρχικών υποθέσεων, από την εισαγωγή τους σε αυτά μέχρι
την έκδοση της πειθαρχικής απόφασης.».
18. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 13 του άρθρου 146Α του ν. 3528/2007 αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα τμήματα του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου βρίσκονται σε
απαρτία όταν είναι παρόντα τέσσερα (4) τουλάχιστον μέλη τους, στα οποία
απαραιτήτως περιλαμβάνεται ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του.».
19. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 146Β του ν. 3528/2007 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Γραμματέας του πειθαρχικού συμβουλίου ορίζεται υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ με βαθμό τουλάχιστον Β΄.»
20. Η παράγραφος 4 του άρθρου 146Β του ν. 3528/2007, αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών
καθορίζεται η αποζημίωση των τακτικών και αναπληρωματικών μελών των
πειθαρχικών συμβουλίων, καθώς και του γραμματέα με βάση, ιδίως, τον
αριθμό των συνεδριάσεων στις οποίες μετείχαν και τον αριθμό των
υποθέσεων που ολοκληρώθηκαν.».
21. Στην παράγραφο 8 του άρθρου 146Β του ν. 3528/2007 οι αριθμοί «11,
12, 13, 14 και 15» αντικαθίστανται από τους αριθμούς «12, 13, 14, 15 και
16» αντίστοιχα.
Άρθρο 54
Πειθαρχικές διατάξεις για τους υπαλλήλους των ΟΤΑ α΄ βαθμού
1. Τα άρθρα 120, 121, 122 και 123 του ν. 3584/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«Άρθρο 120 Πειθαρχικά όργανα
Πειθαρχική εξουσία στους υπαλλήλους ασκούν: α. οι πειθαρχικώς Προϊστάμενοί τους,
β. το διοικητικό συμβούλιο του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, του Ιδρύματος και του Συνδέσμου Δήμων,
γ. το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο,
δ. το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο,
ε. το Συμβούλιο της Επικρατείας, τα Διοικητικά Εφετεία και ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας.
Άρθρο 121
Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι
Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι των υπαλλήλων είναι:
α. ο Δήμαρχος επί όλων των υπαγόμενων στην αρμοδιότητά του υπαλλήλων,
β. ο Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης, γ. ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης,
δ. ο Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος,
ε. ο Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου,
στ. ο Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Συνδέσμου Δήμων.
Άρθρο 122
Αρμοδιότητα πειθαρχικώς Προϊσταμένων
1. Όλοι οι πειθαρχικώς Προϊστάμενοι μπορούν να επιβάλουν την ποινή της
έγγραφης επίπληξης. Την ποινή του προστίμου με τους παρακάτω
περιορισμούς μπορούν να επιβάλουν οι εξής:
α. ο Δήμαρχος, έως και τις αποδοχές τριών (3) μηνών, β. ο Πρόεδρος του
διοικητικού συμβουλίου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, του
Ιδρύματος και του Συνδέσμου Δήμων, έως και τις αποδοχές ενός (1) μηνός,
γ. ο Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης, έως και τα δύο τρίτα (2/3) των μηνιαίων αποδοχών,
δ. ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης, έως και το ένα τέταρτο (1/4) των μηνιαίων αποδοχών.
2. Η αρμοδιότητα των πειθαρχικώς Προϊσταμένων είναι αμεταβίβαστη, εκτός αν από ειδική διάταξη προ- βλέπεται διαφορετικά.
3. Αρμόδιος πειθαρχικώς Προϊστάμενος είναι εκείνος στον οποίο υπάγεται
οργανικά ο υπάλληλος κατά τον χρόνο τέλεσης του παραπτώματος. Αν ο
υπάλληλος υπηρετεί σε άλλη υπηρεσία από αυτή της οργανικής του θέσης,
αρμόδιος πειθαρχικώς Προϊστάμενος είναι ο προϊστάμενος της υπηρεσίας
στην οποία υπηρετεί ο υπάλληλος κατά τον χρόνο τέλεσης του πειθαρχικού
παραπτώματος, εφόσον το πειθαρχικό παράπτωμα σχετίζεται με την άσκηση
καθηκόντων του στην υπηρεσία αυτή.
4. Οι πειθαρχικώς Προϊστάμενοι και το διοικητικό συμβούλιο του Νομικού
Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, του Ιδρύματος και του Συνδέσμου Δήμων
επιλαμβάνονται αυτεπαγγέλτως.
5. Αν έχουν επιληφθεί αρμοδίως περισσότεροι πειθαρχικώς Προϊστάμενοι, η
πειθαρχική διαδικασία συνεχίζεται μόνο από εκείνον που κάλεσε πρώτος σε
απολογία τον υπάλληλο. Ο ανώτερος πειθαρχικώς Προϊστάμενος ή το
διοικητικό συμβούλιο του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, του
Ιδρύματος και του Συνδέσμου Δήμων έχουν, σε κάθε περίπτωση, δικαίωμα να
ζητήσουν την παραπομπή της πειθαρχικής υπόθεσης σε αυτούς, εφόσον δεν
έχει εκδοθεί πειθαρχική απόφαση.6. Αν ο πειθαρχικώς Προϊστάμενος που
έχει επιληφθεί, κρίνει ότι το παράπτωμα επισύρει ποινή ανώτερη της
αρμοδιότητάς του, παραπέμπει την υπόθεση σε οποιονδήποτε ανώτερο αυτού
πειθαρχικώς Προϊστάμενο μέχρι και τον δήμαρχο ή το διοικητικό συμβούλιο
του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, του Ιδρύματος και του Συνδέσμου
Δήμων, αν πρόκειται για υπάλληλο του Νομικού Προσώπου, του Ιδρύματος και
του Συνδέσμου. Αν ο δήμαρχος ή το διοικητικό συμβούλιο του Νομικού
Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, του Ιδρύματος και του Συνδέσμου Δήμων κρίνει
ότι η προσήκουσα ποινή είναι ανώτερη και της δικής του αρμοδιότητας,
παραπέμπει το θέμα στο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
Άρθρο 123
Αρμοδιότητα διοικητικών συμβουλίων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Ιδρυμάτων και συνδέσμων δήμων
Τα διοικητικά συμβούλια των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, των
Ιδρυμάτων και των Συνδέσμων Δήμων μπορεί να επιβάλουν τις ποινές της
έγγραφης επίπληξης και του προστίμου έως και τις αποδοχές τριών
(3)μηνών.».
2. Η παράγραφος 1 του άρθρου πέμπτου του ν. 4057/2012 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι διατάξεις του παρόντος που αναφέρονται σε θέματα αργιών, καθώς
και οι διατάξεις με τις οποίες προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και
πειθαρχικές ποινές, όπως και οι διαδικαστικής φύσεως διατάξεις
εφαρμόζονται αναλόγως για το μόνιμο προσωπικό των δήμων, νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου, ιδρυμάτων και Συνδέσμων Δήμων. Κατ’ εξαίρεση,
για τα πειθαρχικά όργανα και τους πειθαρχικώς Προϊσταμένους, καθώς και
την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους εφαρμόζονται τα άρθρα 120 έως 123 του
ν. 3584/2007. Ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα για τους υπαλλήλους των ΟΤΑ α΄
βαθμού αποτελεί η άρνησή τους να φέρουν τα μέσα ατομικής προστασίας που
τους χορηγεί η υπηρεσία κατά τον χρόνο της εργασίας τους και η μη
προσέλευσή τους στον προληπτικό ιατρικό έλεγχο. Η μη χορήγηση των μέσων
ατομικής προστασίας στους δικαιούχους υπαλλήλους συνιστά σοβαρή παράβαση
καθήκοντος του αρμόδιου οργάνου, η οποία τιμωρείται πειθαρχικώς.».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου