Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

ΟΙ ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

 

Καθηγητής Νίκος Λέανδρος

Πρώην Αντιπρύτανης Παντείου Πανεπιστημίου

nleandr@panteion.gr

 

Οι τελευταίοι μήνες υπήρξαν για τη χώρα μας περίοδος ιδιαίτερα πυκνών και σημαντικών οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων. Στο οικονομικό πεδίο δυστυχώς ξεχωρίζουν οι καταστροφικές πυρκαγιές και πλημμύρες του Καλοκαιριού που σάρωσαν ζωές ανθρώπων και υποδομές και αποκάλυψαν , για μια ακόμα φορά,  την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού και το πόσο ανοχύρωτοι είμαστε όταν αντιμετωπίζουμε δύσκολες -αλλά όχι απρόβλεπτες- καταστάσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ώρα της μεγάλης πλημμύρας από τα 22 ελικόπτερα έρευνας και διάσωσης διαθέσιμα ήταν μόνο 3, τα αντιπλημμυρικά έργα ήταν ημιτελή, πολλά αντλιοστάσια δεν λειτουργούσαν γιατί δεν είχαν ηλεκτρικό ούτε γεννήτριες για ώρα ανάγκης, και ο συντονισμός των αρμόδιων υπηρεσιών ήταν προβληματικός.

Η Κυβέρνηση επικαλείται τα ακραία καιρικά φαινόμενα ως βασική αιτία των καταστροφών. Όμως, δυστυχώς, η κλιματική αλλαγή για την οποία η διεθνής επιστημονική κοινότητα μας έχει προειδοποιήσει εδώ και δεκαετίες καθιστά τα ακραία καιρικά φαινόμενα μια πραγματικότητα που θα συναντάμε όλο και συχνότερα, σταδιακά μάλιστα σε ακόμα πιο καταστροφικές μορφές. Συνεπώς, είναι επείγον να αντιμετωπίσουμε τις αιτίες της δικής μας αποτυχίας που επαναλαμβάνεται συστηματικά.

Οι αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις των περιβαλλοντικών καταστροφών είναι αναμφίβολα σημαντικές και έρχονται να προστεθούν σ’ ένα οικονομικό περιβάλλον που γίνεται όλο και πιο ασταθές και δημιουργεί αυξανόμενες δυσκολίες στην ελληνική οικονομία, στα νοικοκυριά και στις ΜΜΕ. Τέσσερεις βασικοί παράγοντες συμβάλλουν σ΄αυτό:

Ο άδικος χαρακτήρας του φορολογικού μας συστήματος,

η μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών,

η αύξηση του κόστους παραγωγής και ιδιαίτερα της ενέργειας, και

η συνεχής αύξηση των επιτοκίων.

 Ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων συμπιέζει όλο και περισσότερο νοικοκυριά και τις περισσότερες μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους και να πραγματοποιήσουν επενδύσεις. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που πραγματοποιήθηκε για το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας το 56% των ΜΜΕ δεν έχει ρυθμισμένες τις οφειλές. Ωστόσο, ακόμη κι αυτές που έχουν προχωρήσει σε κάποιου είδους ρύθμιση δεν είναι συνεπείς ή είναι συνεπείς με πολύ μεγάλη δυσκολία. Ειδικότερα, μόλις το 15,12% δηλώνει ότι μπορεί να καλύψει τις ρυθμισμένες υποχρεώσεις χωρίς πρόβλημα, ενώ ένα 17,44% πληρώνει μεν τις δόσεις, αλλά επιθυμεί μεγαλύτερης διάρκειας ρύθμιση, δηλαδή περισσότερες δόσεις.

Στον αντίποδα υπάρχουν βέβαια και οι λίγοι κερδισμένοι. Κάποιοι που ελέγχουν τομείς της  εφοδιαστικής αλυσίδας και μετακυλίουν τις αυξήσεις του κόστους με το παραπάνω στον καταναλωτή, ή μεγάλες επιχειρήσεις κυρίως στον τομέα της ενέργειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κέρδη των μεγάλων εταιρειών αυξήθηκαν κατακόρυφα το 2022 (κατά 90% όσον αφορά τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών επιχειρήσεις).

Επιπλέον, η αγοραστική δύναμη των περισσότερων νοικοκυριών έχει μειωθεί σημαντικά τον τελευταίο χρόνο λόγω της μείωσης του  πραγματικού μέσου μισθού που προκάλεσε ο υψηλός πληθωρισμός.To 2022 ο μέσος μισθός ανά ώρα εργασίας αυξήθηκε μόλις 4,2%, ενώ ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή 9,3%. Μάλιστα, η κατάσταση γίνεται πολύ χειρότερη όσον αφορά τη μείωση του πραγματικού μέσου μισθού αν λάβουμε υπόψη μας τις πολύ μεγάλες αυξήσεις στα είδη πρώτης ανάγκης, δηλαδή δαπάνες κατοικίας (25%), μεταφορές (13,6%) και τρόφιμα (11,7%).  Έτσι, ενώ η Ελλάδα εμφανίζει θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης ένα στα τρία νοικοκυριά δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στις δαπάνες για την κάλυψη βασικών αναγκών, ενώ σχεδόν ένα στα δύο αδυνατεί να ανταπεξέλθει σε μια έκτακτη δαπάνη.

Την ίδια στιγμή, η ποιότητα της εργασίας στη χώρα μας είναι η χαμηλότερη μεταξύ των 27 χωρών-μελών της Ε.Ε., αφού η Ελλάδα σημειώνει τη χειρότερη επίδοση σε χαρακτηριστικά όπως ο χρόνος εργασίας και η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής. Πράγματι, σύμφωνα με τη Eurostat, οι έλληνες εργαζόμενοι δουλεύουν τις περισσότερες ώρες εντός ΕΕ (41 εβδομαδιαίως), ενώ οι ολλανδοί και οι γερμανοί τις λιγότερες (33,2 και 35,3 ώρες αντίστοιχα). Στο σημείο αυτό αξίζει να θυμηθούμε τις κατηγορίες για τους τεμπέληδες έλληνες που χρησιμοποίησαν οι εταίροι μας στην ΕΕ για να απαλλάξουν τις γερμανικές και γαλλικές τράπεζες από οποιαδήποτε ευθύνη για τη χρεοκοπία τις χώρας, κάτι που δυστυχώς πέτυχαν.

Είναι σαφές ότι τα προβλήματα περιθωριοποίησης στρωμάτων του πληθυσμού και αδυναμίας λειτουργίας σημαντικού αριθμού ΜΜΕ καθίστανται όλο και οξύτερα. Η στήριξη σε επιδόματα, ακόμα κι όταν προσφέρει ανακούφιση, δεν αποτελεί λύση. Πολύ περισσότερο που το νέο πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής που έχει αποφασίσει η ΕΕ για το 2024 προβλέπει κατάργηση των οριζόντιων επιδοματικών μέτρων. Έτσι, το πρόβλημα των αυξανόμενων ανισοτήτων καθίσταται κεντρικό για την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Οι επιπτώσεις είναι πολύπλευρες και πολυεπίπεδες και λειτουργούν σε βάθος χρόνου απειλώντας με ένα νέο φαύλο-κύκλο κρίσεων. Αφορούν τόσο την οικονομία με τη συρρίκνωση της εγχώριας αγοράς όσο και την κοινωνική συνοχή και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος με την ένταση της δημαγωγίας, τη γενικευμένη απαξίωση και την ενίσχυση δήθεν «αντισυστημικών» ακροδεξιών αντιλήψεων.

Όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και η μείωση των ανισοτήτων μπορεί να επιτευχθεί με αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος σε προοδευτική κατεύθυνση και ενίσχυση των δημόσιων υποδομών, κυρίως σε Παιδεία και Υγεία-Πρόνοια.  Τα ζητήματα αυτά θα πρέπει να αποτελούν λοιπόν κορυφαίες προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής. Μακροπρόθεσμα βέβαια απαιτείται στρατηγικός σχεδιασμός για ένα νέο βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο, διεθνώς ανταγωνιστικό, με ισχυρή παραγωγική βάση και τεχνολογική καινοτομία. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ουσιαστική αιτία που οδήγησε στη χρεοκοπία της χώρας είναι το αναπτυξιακό έλλειμμα και τα δομικά προβλήματα που οξύνθηκαν μετά την είσοδο στη ζώνη του ευρώ. Και δυστυχώς τόσο το αναπτυξιακό έλλειμμα όσο και τα δομικά προβλήματα της οικονομίας δεν έχουν αντιμετωπισθεί.

ΠΗΓΗ

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: