ΠΗΓΗ: ΔΗΜΟΣΝΕΤ
Δικαστικές Αποφάσεις για την καταβολή των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και Αδείας
Με την υποπαράγραφο Γ.1 «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ» (περ. 1) του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του Ν. 4046(2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016», που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή του Ν. 4046/2012, τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη, ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς του Δημοσίου, καταργήθηκαν από 01.01.2013.
Ως γνωστόν με σωρεία δικαστικών αποφάσεων, κρίθηκε, ότι οι διατάξεις που κατήργησαν την καταβολή των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και Αδείας κρίθηκαν αντισυνταγματικές και αντίθετες σε διεθνείς συμφωνίες που έχει υπογράψει η Ελλάδα. (βλ. για παράδειγμα Απόφαση Ειρ. Ν. Ιωνίας 26/2018).
Στις περιπτώσεις που γνωρίζουμε, ο ισχυρισμός των εναγόντων περί μη εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 4093/2012 (με βάση τις οποίες ο Δήμος μείωσε τις αποδοχές τους) ως αντισυνταγματικού, έγινε δεκτός, ως ουσία βάσιμος στις ανωτέρω αποφάσεις. Δλδ ότι ο νόμος 4093/2012 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, ως αντισυνταγματικός, συνεπώς τα εν λόγω επιδόματα και δώρα έπρεπε να δοθούν κανονικά στους δικαιούχους.
Κρατήσεις επί των ποσών που επιδικάστηκαν
Γενικά, οι αποζημιώσεις λόγω αδικοπραξίας και οι τόκοι που επιδικάζονται δεν αποτελούν εισόδημα και δε φορολογούνται ούτε υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές (ΑΠ 96/1990 ΔΕΝ 1991), δηλαδή η αποζημίωση, μέσω δικαστικής απόφασης, σκοπούσα την ανόρθωση ορισμένης ζημίας, δηλαδή αντικρύζουσα και καλύπτουσα τη ζημία αυτή, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος μη αποτελούσα πράγματι εισόδημα.
Τέτοια όμως αποζημίωση δεν αποτελούν τα χρηματικά εν γένει ποσά, τα οποία, προερχόμενα από την υπαλληλική σχέση και έχοντα ως βάση τη σχέση αυτή, καταβάλλονται σε μισθωτούς ή συνταξιούχους αναδρομικά δυνάμει δικαστικών αποφάσεων. Τα ποσά αυτά δεν χάνουν το χαρακτήρα των ως μισθών ή συντάξεων εκ του λόγου ότι κατά παράβαση νόμου δεν κατεβλήθησαν στους δικαιούχους κατά τον προσήκοντα χρόνο και, ως εκ τούτου, παρέστη ανάγκη εκδόσεως σχετικής δικαστικής αποφάσεως, αλλ' αποτελούν, όπως και τα κανονικώς καταβαλλόμενα ποσά, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, υποκείμενα σε φόρο εισοδήματος, κατά τις ειδικές περί τούτων διατάξεις, όπως, άλλωστε, ως φορολογούμενο εισόδημα αντιμετωπίζονται από τις σχετικές διατάξεις, οι οποίες προσδιορίζουν το χρόνο κτήσης του εισοδήματος αυτού. Διάφορο δε είναι το ζήτημα της τυχόν άλλης, πέραν της ως άνω δικαστικής αναγνωρίσεως αναδρομικών αποδοχών, ζημίας των ενδιαφερομένων, το προς ανόρθωση της οποίας επιδικαζόμενο ποσό δεν θα αποτελούσε φορολογούμενο εισόδημα. (ΣτΕ 3485/00, ΣτΕ 496/00, ΣτΕ 2591/99)
Με βάση τα ανωτέρω, τα επιδικαζόμενα ποσά για την καταβολή των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και Αδείας, λόγω της μη εφαρμογής των διατάξεων του ν. 4093/2012, υπόκεινται στις κρατήσεις όπως και τα κανονικώς καταβαλλόμενα ποσά, εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες.
Επιπροσθέτως στα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικά, σύμφωνα με το άρθρο 12, διενεργείται παρακράτηση με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο καταβαλλόμενο ποσό ανεξάρτητα από το έτος στο οποίο ανάγονται για να φορολογηθούν τα εισοδήματα αυτά. (παρ 5 άρθρο 60 Ν. 4172/13)
Διαφορετικές είναι οι περιπτώσεις αποζημίωσης προς αποκατάσταση υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης (Αποζημιώσεις λόγω αδικοπραξίας). Η αποζημίωση αυτή δεν συνιστά εισόδημα του λαβόντος, αλλά ανόρθωση προξενηθείσας σε αυτόν ζημίας και συνεπώς δεν υπόκειται στο φόρο. (3980/2004 ΔΠΡ ΑΘ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΛΟΓΙΣΤΗΣ 2005/1176, ΕΔΔΔΔ 2005/177). Συνεπώς η κύρια οφειλή στις περιπτώσεις αυτές δεν υπόκειται σε κρατήσεις. Η πιθανότητα αυτή όμως θεωρούμε ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρχει για τη συγκεκριμένη περίπτωση της καταβολής των δώρων και επιδομάτων που αναφερόμαστε, διότι από όσο γνωρίζουμε όλες οι αποφάσεις κινούνται στην ίδια συλλογιστική.
Μετά από την παραίτηση ενδίκων μέσων για την καταβολή των δώρων και επιδομάτων των ετών 2015-2017, ο Δήμος εφεξής είναι υποχρεωμένος για την καταβολή και των τρεχόντων δώρων και επιδομάτων ή θα χρειαστεί εκ νέου η δικαστική προσφυγή;
Από τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το παραγόμενο από τις τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεδικασμένο καλύπτει την κριθείσα έννομη σχέση ή συνέπεια και προϋποθέτει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας με την υπόθεση που έχει κριθεί. Ειδικότερα, σε περίπτωση διαρκούς έννομης σχέσης, όπως η σχέση πάγιας έμμισθης εντολής δικηγόρου που παρέχει υπηρεσίες σε δήμο, από την οποία πηγάζουν πλείονες αξιώσεις που στηρίζονται σε διάφορους ουσιαστικούς νόμους, η τελεσίδικη, μεταξύ του δικηγόρου και του δήμου, δικαστική απόφαση, για αιτούμενες επιμέρους αξιώσεις του δικηγόρου, αποτελεί δεδικασμένο και για την εκτός του κριθέντος χρονικού διαστήματος και στο μέλλον αναγόμενη χρονική περίοδο για τις όμοιες αξιώσεις, εκτός αν, κατά την κρίσιμη νέα χρονική περίοδο, έχει επέλθει μεταβολή του νομικού καθεστώτος ή των πραγματικών περιστατικών, στα οποία στηρίζονται οι αξιώσεις. Επίσης, δεδικασμένο, υπό την ως άνω έννοια, παράγεται και από εσφαλμένη δικαστική απόφαση, το οποίο δεν δύναται να ανατραπεί παρά μόνο με την εξαφάνιση της απόφασης, μετά από άσκηση αίτησης αναίρεσης ή αναψηλάφησης. Επομένως, η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί αγωγής δικηγόρου κατά δήμου, στον οποίο παρέχει υπηρεσίες με σχέση πάγιας έμμισθης εντολής, και έκρινε ότι αυτός δικαιούται μίας παροχής με βάση συγκεκριμένες νομικές διατάξεις για ορισμένο χρονικό διάστημα, αποτελεί δεδικασμένο για την καταβολή της ίδιας παροχής για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν άλλαξαν τα λοιπά, πλην του χρόνου, περιστατικά και με βάση τις ίδιες νομικές διατάξεις, έστω κι αν οι διατάξεις αυτές ερμηνεύτηκαν και εφαρμόστηκαν εσφαλμένα, αφού, όπως εκτέθηκε, και η εσφαλμένη δικαστική απόφαση δημιουργεί δεδικασμένο. (Ελ. Συν. Τμ. Ι Πράξη 101/2007)
Συνεπώς, εάν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, δηλαδή δεν άλλαξαν τα λοιπά πλην του χρόνου περιστατικά και με βάση τις ίδιες νομικές διατάξεις, επί των οποίων εκδόθηκε η τελεσίδικη δικαστική απόφαση, δεν απαιτείται νέα προσφυγή διότι η καταβολή των επιδομάτων καλύπτεται από το δεδικασμένο.
Δικαστικές Αποφάσεις για την καταβολή των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και Αδείας
Με την υποπαράγραφο Γ.1 «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ» (περ. 1) του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του Ν. 4046(2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016», που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή του Ν. 4046/2012, τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη, ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς του Δημοσίου, καταργήθηκαν από 01.01.2013.
Ως γνωστόν με σωρεία δικαστικών αποφάσεων, κρίθηκε, ότι οι διατάξεις που κατήργησαν την καταβολή των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και Αδείας κρίθηκαν αντισυνταγματικές και αντίθετες σε διεθνείς συμφωνίες που έχει υπογράψει η Ελλάδα. (βλ. για παράδειγμα Απόφαση Ειρ. Ν. Ιωνίας 26/2018).
Στις περιπτώσεις που γνωρίζουμε, ο ισχυρισμός των εναγόντων περί μη εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 4093/2012 (με βάση τις οποίες ο Δήμος μείωσε τις αποδοχές τους) ως αντισυνταγματικού, έγινε δεκτός, ως ουσία βάσιμος στις ανωτέρω αποφάσεις. Δλδ ότι ο νόμος 4093/2012 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, ως αντισυνταγματικός, συνεπώς τα εν λόγω επιδόματα και δώρα έπρεπε να δοθούν κανονικά στους δικαιούχους.
Κρατήσεις επί των ποσών που επιδικάστηκαν
Γενικά, οι αποζημιώσεις λόγω αδικοπραξίας και οι τόκοι που επιδικάζονται δεν αποτελούν εισόδημα και δε φορολογούνται ούτε υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές (ΑΠ 96/1990 ΔΕΝ 1991), δηλαδή η αποζημίωση, μέσω δικαστικής απόφασης, σκοπούσα την ανόρθωση ορισμένης ζημίας, δηλαδή αντικρύζουσα και καλύπτουσα τη ζημία αυτή, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος μη αποτελούσα πράγματι εισόδημα.
Τέτοια όμως αποζημίωση δεν αποτελούν τα χρηματικά εν γένει ποσά, τα οποία, προερχόμενα από την υπαλληλική σχέση και έχοντα ως βάση τη σχέση αυτή, καταβάλλονται σε μισθωτούς ή συνταξιούχους αναδρομικά δυνάμει δικαστικών αποφάσεων. Τα ποσά αυτά δεν χάνουν το χαρακτήρα των ως μισθών ή συντάξεων εκ του λόγου ότι κατά παράβαση νόμου δεν κατεβλήθησαν στους δικαιούχους κατά τον προσήκοντα χρόνο και, ως εκ τούτου, παρέστη ανάγκη εκδόσεως σχετικής δικαστικής αποφάσεως, αλλ' αποτελούν, όπως και τα κανονικώς καταβαλλόμενα ποσά, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, υποκείμενα σε φόρο εισοδήματος, κατά τις ειδικές περί τούτων διατάξεις, όπως, άλλωστε, ως φορολογούμενο εισόδημα αντιμετωπίζονται από τις σχετικές διατάξεις, οι οποίες προσδιορίζουν το χρόνο κτήσης του εισοδήματος αυτού. Διάφορο δε είναι το ζήτημα της τυχόν άλλης, πέραν της ως άνω δικαστικής αναγνωρίσεως αναδρομικών αποδοχών, ζημίας των ενδιαφερομένων, το προς ανόρθωση της οποίας επιδικαζόμενο ποσό δεν θα αποτελούσε φορολογούμενο εισόδημα. (ΣτΕ 3485/00, ΣτΕ 496/00, ΣτΕ 2591/99)
Με βάση τα ανωτέρω, τα επιδικαζόμενα ποσά για την καταβολή των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και Αδείας, λόγω της μη εφαρμογής των διατάξεων του ν. 4093/2012, υπόκεινται στις κρατήσεις όπως και τα κανονικώς καταβαλλόμενα ποσά, εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες.
Επιπροσθέτως στα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικά, σύμφωνα με το άρθρο 12, διενεργείται παρακράτηση με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο καταβαλλόμενο ποσό ανεξάρτητα από το έτος στο οποίο ανάγονται για να φορολογηθούν τα εισοδήματα αυτά. (παρ 5 άρθρο 60 Ν. 4172/13)
Διαφορετικές είναι οι περιπτώσεις αποζημίωσης προς αποκατάσταση υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης (Αποζημιώσεις λόγω αδικοπραξίας). Η αποζημίωση αυτή δεν συνιστά εισόδημα του λαβόντος, αλλά ανόρθωση προξενηθείσας σε αυτόν ζημίας και συνεπώς δεν υπόκειται στο φόρο. (3980/2004 ΔΠΡ ΑΘ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΛΟΓΙΣΤΗΣ 2005/1176, ΕΔΔΔΔ 2005/177). Συνεπώς η κύρια οφειλή στις περιπτώσεις αυτές δεν υπόκειται σε κρατήσεις. Η πιθανότητα αυτή όμως θεωρούμε ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρχει για τη συγκεκριμένη περίπτωση της καταβολής των δώρων και επιδομάτων που αναφερόμαστε, διότι από όσο γνωρίζουμε όλες οι αποφάσεις κινούνται στην ίδια συλλογιστική.
Μετά από την παραίτηση ενδίκων μέσων για την καταβολή των δώρων και επιδομάτων των ετών 2015-2017, ο Δήμος εφεξής είναι υποχρεωμένος για την καταβολή και των τρεχόντων δώρων και επιδομάτων ή θα χρειαστεί εκ νέου η δικαστική προσφυγή;
Από τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το παραγόμενο από τις τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεδικασμένο καλύπτει την κριθείσα έννομη σχέση ή συνέπεια και προϋποθέτει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας με την υπόθεση που έχει κριθεί. Ειδικότερα, σε περίπτωση διαρκούς έννομης σχέσης, όπως η σχέση πάγιας έμμισθης εντολής δικηγόρου που παρέχει υπηρεσίες σε δήμο, από την οποία πηγάζουν πλείονες αξιώσεις που στηρίζονται σε διάφορους ουσιαστικούς νόμους, η τελεσίδικη, μεταξύ του δικηγόρου και του δήμου, δικαστική απόφαση, για αιτούμενες επιμέρους αξιώσεις του δικηγόρου, αποτελεί δεδικασμένο και για την εκτός του κριθέντος χρονικού διαστήματος και στο μέλλον αναγόμενη χρονική περίοδο για τις όμοιες αξιώσεις, εκτός αν, κατά την κρίσιμη νέα χρονική περίοδο, έχει επέλθει μεταβολή του νομικού καθεστώτος ή των πραγματικών περιστατικών, στα οποία στηρίζονται οι αξιώσεις. Επίσης, δεδικασμένο, υπό την ως άνω έννοια, παράγεται και από εσφαλμένη δικαστική απόφαση, το οποίο δεν δύναται να ανατραπεί παρά μόνο με την εξαφάνιση της απόφασης, μετά από άσκηση αίτησης αναίρεσης ή αναψηλάφησης. Επομένως, η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί αγωγής δικηγόρου κατά δήμου, στον οποίο παρέχει υπηρεσίες με σχέση πάγιας έμμισθης εντολής, και έκρινε ότι αυτός δικαιούται μίας παροχής με βάση συγκεκριμένες νομικές διατάξεις για ορισμένο χρονικό διάστημα, αποτελεί δεδικασμένο για την καταβολή της ίδιας παροχής για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν άλλαξαν τα λοιπά, πλην του χρόνου, περιστατικά και με βάση τις ίδιες νομικές διατάξεις, έστω κι αν οι διατάξεις αυτές ερμηνεύτηκαν και εφαρμόστηκαν εσφαλμένα, αφού, όπως εκτέθηκε, και η εσφαλμένη δικαστική απόφαση δημιουργεί δεδικασμένο. (Ελ. Συν. Τμ. Ι Πράξη 101/2007)
Συνεπώς, εάν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, δηλαδή δεν άλλαξαν τα λοιπά πλην του χρόνου περιστατικά και με βάση τις ίδιες νομικές διατάξεις, επί των οποίων εκδόθηκε η τελεσίδικη δικαστική απόφαση, δεν απαιτείται νέα προσφυγή διότι η καταβολή των επιδομάτων καλύπτεται από το δεδικασμένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου